Τηλεόραση Ραδιόφωνο
H Θρησκειολόγος - Κανονολόγος Αρετή Δημοσθένους

Της Δρ. Αρετής Δημοσθένους

Το Σάββατο πριν την Κυριακή των Βαΐων εορτάζουμε την Ανάσταση του φίλου του Χριστού Λαζάρου. Ο Λάζαρος ήταν καλός φίλος του Χριστού και οι αδελφές του η Μάρθα και η Μαρία τον φιλοξένησαν πολλές φορές στη Βηθανία κοντά στα Ιεροσόλυμα. Λίγες μέρες πριν από τη Σταύρωση του Κυρίου ασθένησε ο Λάζαρος και οι αδελφές του ενημέρωσαν σχετικά τον Ιησού που ήταν τότε μακριά, στη Γαλιλαία, για να πάει, να τον επισκεφθεί.

Ο Κύριος είπε στους μαθητές του, «πάμε τώρα να τον ξυπνήσω». Όταν έφθασε στη Βηθανία παρηγόρησε τις αδελφές του Λαζάρου. Αυτός όμως ήταν ήδη νεκρός τέσσερις μέρες. Όταν έφθασε στο μνημείο, δάκρυσε για την απώλεια του φίλου του και διέταξε να βγάλουν την ταφόπλακα. Τότε ύψωσε τα μάτια του στον ουρανό, ευχαρίστησε τον Θεό και Πατέρα και με μεγάλη φωνή είπε: «Λάζαρε, βγές έξω». Αμέσως τότε εκείνος βγήκε έξω τυλιγμένος με τα σάβανα (ο τετραήμερος νεκρός) μπροστά στο πλήθος που παρακολουθούσε με τεράστια έκπληξη και ο Ιησούς ζήτησε να του λύσουν τα σάβανα και να πάει σπίτι του. Έτσι και έγινε, πήγαν στο σπίτι, ήπιε νερό και έφαγε και ευχαρίστησε τον καλό του φίλο τον Χριστό.

Ο Λάζαρος τότε ήταν 33 ετών και έζησε άλλα 30 χρόνια. Τελείωσε τον επίγειο βίο του στην Κύπρο το έτος 63 μ.Χ. και ο τάφος του στην πόλη των Κιτιέων είχε την επιγραφή: «Λάζαρος ο τετραήμερος και φίλος του Χριστού». Το έτος 890 μ.Χ. μετακομίσθηκε το ιερό λείψανό του στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Λέοντα το σοφό, ο οποίος συνέθεσε τα ιδιόμελα στον εσπερινό του Λαζάρου: Κύριε, Λαζάρου θέλων τάφον ιδείν, κλπ.

Η Ανάσταση του Λαζάρου επέτεινε το μίσος των Εβραίων οι οποίοι τόσο πολύ ζήλεψαν, ώστε ζήτησαν να σκοτώσουν και τον Λάζαρο και το Χριστό. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο ο Λάζαρος ήρθε στην Κύπρο, έγινε πρώτος Επίσκοπος Κιτίου και έζησε ασκητικά. Χαρακτηριστικό της μετέπειτας ζωής του η οποία ήταν αποτέλεσμα μετάβασης στον Άδη και Ανάστασης, και επειδή είδε ότι υπάρχει κρίση και διαχωρισμός των ψυχών ανάλογα με τις πράξεις και τη μετάνοια τους, ήταν ότι δεν γέλασε ποτέ παρά μια φορά μόνο χαμογέλασε όταν είδε κάποιο να κλέβει μια κούμνα (πήλινη γλάστρα). Τότε ο διάκονος του παραξενεύτηκε και του είπε: «Δεσπότη μου τι έγινε και χαμογελάς;» Εκείνος απάντησε: «Βλέπω τον πηλό να κλέβει τον πηλό!» (το ένα χώμα κλέβει το άλλο). Είχε κρυφτεί κάποιος και έκλεψε ένα αγγείο από έναν αμαξάρη που πωλούσε κούμνες στο Κίτιον.

Το έθιμο της αναπαράστασης της έγερσης του Αγίου Λαζάρου γινόταν και γίνεται ακόμη σε αρκετά μέρη: Οι μαθητές έφτιαχναν με μαργαριτούλλες (τα λεγόμενα σιμιλλούθκια) σάβανα, τα φορούσε ο ένας ο μαθητής, ο άλλος έλεγε το τραγούδι του Λαζάρου και το τρίτο παιδάκι μάζευε την αμοιβή η οποία ήταν 3 αυγά. Γύριζαν όλα τα σπίτια του χωριού δίνοντας και παίρνοντας χαρά από την διήγηση της ανάστασης του φίλου του Χριστού η οποία προετύπωσε την Ανάσταση του Χριστού συνάμα δε συμβολίζει και τη δική μας ανάσταση. Έλεγαν το εξής ωραίο ποίημα:

«Έαρ ημίν επέφανεν τοις πάσι το μηνύον, η του Λαζάρου Έγερσις, ξένον φρικτόν σημείον. Άνθη και ρόδα εύοσμα, κατάνυξις ψυχής τε. Και λέγω σας ακροαταί, εις την χαράν να είσθε... Η Μάρθα τους προϋπαντά με θρήνους και με πόνους και προσκυνούσα τον Χριστόν λέγει αυτούς τους λόγους: ‘Ει ης ώδε, κύριε, ο Λάζαρος ο φίλος δεν ετελεύτα, αληθώς, ουδέποτε εκείνος’. Λέγει τους: ‘Πού τεθήκατε τον Λάζαρον τον φίλον; Υπάγετε ουν έμπροσθεν και δείξατε εκείνον’. Και παρευτύς επρόσταξεν ετούτον να ποιήσουν τον λίθον εκ του μνήματος να τον αποκυλήσουν. Και ως Θεός εφώναξεν μίαν φωνήν μεγάλην: ‘Λάζαρε, δεύρο έξελθε’, κι ηκούσθην εν τω Άδη. Κι ευτύς εξήλθεν Λάζαρος έξω λαζαρωμένος κίτρινος, μαύρος και χλωμός και τεταπεινωμένος. Φόβος πολύς κατέλαβεν τότε τους Ιουδαίους αρχιερείς και ιερείς κι αυτούς τους Φαρισαίους. Τον Λάζαρον και τον Χριστόν ζητούσιν να φονεύσουν από το πρόσωπον της γης να τους εξολοθρεύσουν. Και φοβηθείς ο Λάζαρος σε πλοίον επιβαίνει στης Λάρνακας τες αλυκές την αύριον ξεβαίνει».