Τηλεόραση Ραδιόφωνο
ρτ

Πόσο χρονών είστε κυρία Χαρίτα την ρωτάω, 27 μου απαντάει,  «δεν μεγάλωσα από τότε, τόσα ήμουν όταν έγινε η εισβολή και περιμένω να πάω πίσω στον τόπο μου στην Ελιά για να συνεχίσω να μεγαλώνω και να συνεχίσω την ζωή μου».

«Σαράντα εννιά χρόνια επέρασαν, τζαι θυμούμαι τα σαν τζιαι ήταν εχτές. Τόσα χρόνια να αγωνιάς, να περιμένεις τζαι να αγωνίζεσαι,  γίνεται να ξεχάσω κόρη μου; Τα μωρά μου ήταν δυο χρονών η κόρη μου, ενός χρονού ο γιος μου, δόξα σοι ο θεός που τα μωρά μου ζουν τζαι εν τα είδα να μου τα σκωτόνουν»

Η κυρία Χαρίτα Μάντολες, μια γυναίκα σύμβολο της κυπριακής τραγωδίας του 1974 που είδε να σκοτώνουν μπροστά της τον σύζυγο, τον πατέρα της και άλλους στενούς συγγενείς. Που είδε Τούρκους να βιάζουν γυναίκες μπροστά στα μάτια της και διέσωσε την τελευταία στιγμή τα παιδιά της, μας εξιστορεί τα όσα τραγικά έζησε την μαύρη ημέρα της εισβολής. Εικόνες που δεν θα φύγουν ποτέ από την μνήμη της. Εικόνες που την στιγμάτισαν και την κράτησαν για πάντα στην ηλικία των 27 ετών, να περιμένει σαρανταενιά χρόνια τώρα την επιστροφή στη γη της και στην παλιά της ζωή για να την συνεχίσει από εκεί που την έκοψε η εισβολή των Τούρκων το 1974.

Την ημέρα της εισβολής

«Ακούαμε μεγάλες εκρήξεις, άνοιξα το παράθυρο που έβλεπε στην Κερύνεια και είδα ένα μαύρο καπνό, λέει μου ο άντρας μου «ήρθαν οι Τούρτζοι!». Ο άνδρας μου όλο το βράδυ άκουγε από το ραδιοφωνάκι το κανάλι BBC ότι ξεκίνησαν τα πλοία από την Τουρκία και κατευθύνονται προς την Κύπρο. Σε λίγο, από πάνω μας πετούσαν αεροπλάνα και έριχναν βόμβες».

Η κυρία Χαρίτα με την οικογένεια της αναζήτησαν καταφύγιο στα χωράφια κάτω από τα λεμονόδεντρα. Σιγά, σιγά έφτανε κοντά τους και άλλος κόσμος να κρυφτεί, στο σύνολο ήταν σαράντα άτομα, ανάμεσα τους 12 άντρες και οι υπόλοιποι γυναίκες και παιδιά.

«Έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί την μάνα»

Όπως συγκλονιστικά μας περιγράφει κατατρεγμένοι αναζητούσαν καταφύγιο κάτω από δέντρα, στάβλους και υπόγεια την στιγμή που οι βόμβες έπεφταν βροχή. «Ο κόσμος έτρεχε πανικόβλητος, τα μωρά έκλαιγαν, μάνες έχαναν τα μωρά τους, κόσμος έτρεχε να γλιτώσει μην ξέροντας που να πάει να κρυφτεί».

Θυμάται ξανά τις συγκλονιστικές στιγμές: «Ήρθε ένας άνδρας με τρία μωρά, και έκλαιγαν τα μωρά και έλεγαν χάσαμε την μάμα μας και την γιαγιά μας. Μετά ήρθε ένα αγοράκι που έχασε τους γονείς τους, μείναμε κάτω από τα λεμονόδενδρα και σιγά σιγά έρχονταν μαζί μας και μαζευόταν κόσμος εκεί για να κρυφτούν μαζί μας».

«Έγινε έκκληση οι έφεδροι να καταταγούν. Πήγε ο άνδρας μου στο στρατόπεδο αλλά επειδή δεν είχαν όπλα να τους δώσουν τους έστειλαν πίσω. Στον δρόμο για την επιστροφή είδε πολλούς στρατιώτες δικούς μας νεκρούς. Οι άνδρες μας επέστρεψαν  πίσω κοντά μας με πολλούς στρατιώτες. Μαζεύτηκε κόσμος του χωριού κοντά στην εκκλησία και τους φώναζαν οι τούρκοι «παραδοθείτε», τους πλησίασαν και τους είπαν «μην φοβάστε η Κύπρος είναι τουρκική την πιάσαμε όλη και μην φοβάστε». Τους είπαν να πάνε στα σπίτια τους και να μην φοβούνται. Ήταν και οι αδελφές μου εκεί.»

Ξημέρωσε η επόμενη μέρα 21 Ιουλίου, ο άνδρας της Χαρίτας βρήκε κρυμμένο στο φούρνο του σπιτιού τους έναν Ελληνοκύπριο στρατιώτη πληγωμένο. Είχε παντού πληγές και του έδωσαν  βοήθεια. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ μου την εικόνα του στρατιώτη όταν του πλύναμε τις πληγές. Μια κοπέλα που ήταν μαζί μας η Μυρούλα ήθελε να φύγει να πάει να βρει τον άνδρα της και τα μωρά, την παρακαλούσα να μείνει μαζί μας, έφυγαν μαζί με την μητέρα της την Χρυσταλού».

Η Χαρίτα έβλεπε τις δύο γυναίκες να απομακρύνονται. Σε κάποιο σημείο του δρόμου ενώ περπατούσαν τις άρπαξαν οι τούρκοι,  «στο μυαλό μου ακόμα έχω τις κραυγές τους, ακόμα αγνοούνται».

«Μην πυροβολείτε είμαστε άοπλοι και γυναικόπαιδα τους λέγαμε»

«Έφερα κεριά γονατίσαμε όλοι και προσευχόμασταν να τελειώσει το μαρτύριο που ζούσαμε. Ήταν 5:20 το απόγευμα μπήκαν στο σπίτι μας Τούρκοι στρατιώτες. Είπαμε να παραδοθούμε αφού ήμασταν άοπλοι, «μην πυροβολείτε είμαστε άοπλοι και γυναικόπαιδα τους λέγαμε». Τότε ήρθαν και μας είπαν να σηκώσουμε τα χέρια ψηλά και ένας, ένας να βγούμε έξω από τον στάβλο. Κρατούσα σφιχτά στην αγκαλιά μου την κόρη μου, δεν μας κακοποίησαν. Μετά έφυγαν αυτοί και ήρθαν κάποιοι άλλοι Τούρκοι στρατιώτες με ππάλες και άρχισαν να κτυπούν τους άνδρες που ήταν μαζί μας. Τους ρωτούσαν που είναι ο στρατός σας που είναι οι στρατιώτες σας;»

Σύμφωνα με την Χαρίτα, οι τούρκοι αποφάσισαν να τους πάρουν αιχμαλώτους και τους οδήγησαν στο βουνό. Στη διαδρομή τους κτυπούσαν. Έφτασαν σε ένα ξέφωτο που είχε ελιές, «τότε μας είπαν κάτσετε κάτω και θα δούμε τι θα σας κάμουμε».

«Είμασταν γονατισμένοι και απέναντι μας είχε ένα ξωκλήσι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Παρακαλούσαμε τον Αρχάγγελο να γλιτώσουμε. Οι τούρκοι στήσανε γύρω μας όπλα και πυροβολούσαν στον αέρα. Ένας Τούρκος μπήκε στην κουφάλα ενός δέντρου για να μην τον βλέπουν οι δικοί του και μας έκαμνε σήματα με το χέρι του αλλά δεν καταλαβαίναμε τι ήθελε να μας πει, μάλλον ήθελε να μας βοηθήσει»

«Αν δεις και πυροβολούν πέσε κάτω και κάνε την νεκρή»

Θυμάται τα τελευταία λόγια που της είπε ο άνδρας της: «ο άνδρας μου μου λέει αν δεις και πυροβολούν πέσε κάτω και κάνε την νεκρή».

Ένας τούρκος έπιασε ένα άνδρα από τον κύκλο και άρχισε να τον κτυπά και έβγαλε το όπλο να τον σκοτώσει. Ο άνδρας είχε στην αγκαλιά του το μωρό του, η γυναίκα του φώναζε μην πυροβολήσεις είναι ο άνδρας μου και το μωρό μου.

«Ήρθε ένας αξιωματικός και μας είπε θα σας εκτελέσουμε όλους . Μια κοπέλα του είπε είμαστε άοπλοι και γυναικόπαιδα δεν φταίξαμε σε τίποτα γιατί να μας σκοτώσετε. Της απάντησε «οι δικοί μας στρατιώτες σκοτώνουν δικά μας γυναικόπαιδα στα Κόκκινα και θα πάρουμε εκδίκηση. Έδωσε την διαταγή και έφυγε.»

Στη συνέχεια οι Τούρκοι τους είπαν να σηκωθούν και να περπατούν 2-2 στην γραμμή. «Εγώ και ο άνδρας μου κρατούσαμε σφικτά τα μωρά μας, οι τούρκοι μας κτυπούσαν αλύπητα».

trh

«Τον σκότωσαν μπροστά μας εν ψυχρώ»

«Ένας τούρκος πυροβόλησε ένα άνδρα που ήταν μαζί μας και τον σκότωσε μπροστά στα μάτια μας, εν ψυχρώ. Εκείνη την ώρα ήρθαν στο μυαλό μου τα λόγια που μου είπε ο άνδρας μου και έπεσα κάτω με την κόρη μου και έκανα την νεκρή. Με κλωτσούσαν και δεν ήξερα αν ήμουν ζωντανή. Κρατούσα την κόρη μου τόσο σφικτά και φοβήθηκα πως την έσφιγγα τόσο πολύ που μπορεί και να την έπνιξα. Τότε ευτυχώς το μωρό μου άνοιξε τα μάτια του. Έψαχνα τον άνδρα μου και τον γιο μου, να δω αν ζουν. Βλέπω σε απόσταση τον άνδρα μου κάτω ξαπλωμένο και από πάνω του ο γιός μου. Δεν ήξερα αν ήταν νεκρός, του φώναζα «Ανδρέα, Ανδρέα» και οι τούρκοι με τραβούσαν πίσω και δεν με άφηναν να τον πλησιάσω. Το μωρό μου είχε αίματα στο κεφάλι και έκλαιγε, κρατούσε τον πατέρα του από το κεφάλι και φώναζε «παπά μου, παπά μου».

«Λαλώ του άσε με να πίασω το μωρό μου, τζαι έσυρε μου το μες τα αγκάθια»

«Φώναζα τον Τούρκο που είχε κρυφτεί στην κουφάλα. Του έλεγα να μου δώσει το μωρό μου. «Θέλω το μωρό μου» του φώναζα. Αυτός το πήρε και το έσυρε προς το μέρος μου, μαζί με τρία άλλα κοριτσάκια, μες τα αγκάθια. Ένας άλλος  τούρκος έπιασε ένα κορίτσι 19 χρονών και την βίασε μπροστά μας. Οι κραυγές και το κλάμα της ακόμα είναι στο μυαλό μου.»

Δώδεκα άνδρες που ήταν μαζί τους είδαν να δολοφονούνται εν ψυχρώ μέσα σε λίγα λεπτά. Η Χαρίτα μαζί με τις άλλες γυναίκες έφυγαν από την Ελιά χωρίς να ξέρουν αρχικά αν άφησαν πίσω τους τους άνδρες νεκρούς ή ζωντανούς αφού δεν τους άφησαν να τους αγγίξουν. Στα θύματα ήταν ο σύζυγός της Χαρίτας, ο πατέρας της, οι σύζυγοι των δύο αδελφών της, ο θείος της με τον εικοσιπεντάχρονο γιο του και έναν νεαρό υπάλληλό τους, ο πληγωμένος στρατιώτης που περιέθαλψε στο σπίτι της και ο δεκατετράχρονος Γιαννάκης. Ο μόνος που γλύτωσε από τους άνδρες ήταν ο μικρός Βασίλης στον οποίο ο Τούρκος της κουφάλας έγνεψε να τρέξει να σωθεί.

«Είπαν μας να φύγουμε από εκεί τους λέγαμε αφήστε μας να δούμε αν είναι νεκροί οι δικοί μας τίποτε μας έδιωξαν από εκεί. Γυρίζαμε πίσω να δούμε αν έρχονταν μαζί μας οι άνδρες τίποτα… μας κτυπούσαν οι στρατιώτες και μας έλεγαν να φύγουμε. Τότε φύγαμε από εκεί».

rt

Αναζητώντας καταφύγιο

«Πήγαμε στο σπίτι του θείου μου να κρυφτούμε, τα μωρά μας έκλαιγαν, τους βάλαμε στα αυτιά βαμβάκια για να μην ακούν τις  βόμβες. Το μωρό της αδελφής μου έκλαιγε και της έλεγαν οι γυναίκες που ήταν εκεί να το πνίξει για να μεν μας ακούσουν οι τούρκοι. Έγινε μεσάνυχτα και  αποφασίσαμε να πάμε να παραδοθούμε στον Καραβά στον αμερικάνικο ραδιοσταθμό, όλες μαζί για να μην χαθούμε. Περπατούσαμε μέχρι που είδαμε τα τανκς των Τούρκων σε σειρά. Τρομάξαμε και γυρίσαμε πίσω στον στάβλο»

«Ξημέρωσε η άλλη μέρα πόλεμος παντού σφαίρες πήγαιναν και έρχονταν. Την επόμενη μέρα έγινε εκεχειρία, έφεραν λεωφορεία μπήκαμε μέσα και μας πήραν στην Λάπηθο. Μας βρήκε ένας ιερέας μας πήρε στο σπίτι του και μας έδωσε γάλα να πιούμε, μετά μας πήραν στο νοσοκομείο της Λαπήθου και ήρθε και μας έπιασε ο αδελφός μου που έμενε στον Καραβά μας πήρε στο σπίτι του μείναμε εκεί μέχρι τις 26 Ιουλίου. Μετά φύγαμε γιατί κατέβηκαν οι τούρκοι, και μας πήρε στην Πλατανιστάσα μείναμε λίγο εκεί ως τις 6 Αυγούστου. Μετά πήγαμε στην Αχερίτου, ήβρε με η πεθερά μου τζαι ο πεθερός μου, επιάσαν με, επήραν με Αχερίτου. Έπιασε με ο κουνιάδος μου, επήρε με στο Βαρώσι, στο σπίτι του. Στη δεύτερη εισβολή, 14 του Αυγούστου, ήμουν στην Αμμόχωστο... Ήβραν μας οι Εγγλέζοι στη Δεκέλεια, επιάσαν μας, επήραν μας σε κάτι τσιατίρκα. Στη Λεμεσό ήρτα τον Νιόβρη».

«Ευχαριστώ τον θεό που γλίτωσε τα μωρά μου και δεν είδα να τα σκοτώνουν. Ήρθαμε χωρίς πατούτσια χωρίς τίποτε, δόξα σοι ο θεός μας έδωσε δύναμη και φώτιση να αντέξουμε», αναφέρει η Χαρίτα με δάκρυα στα μάτια.

«Έπρεπε να μάθω για την τύχη του άντρα, μου να πω στα μωρά μου την αλήθκεια»

Η κυρία Χαρίτα μαζί με τα δύο της παιδιά ήρθε στη Λεμεσό. Έπρεπε να συνεχίσει την ζωή της, μα ο χρόνος για εκείνη σταμάτησε εκείνη την μαύρη ημέρα της 21 Ιουλίου, έφυγε από την Ελιά χωρίς να ξέρει αν ο άνδρας της ήταν σίγουρα νεκρός. Βαθιά μέσα της μπορεί να ήταν σίγουρη αλλά έπρεπε να το αποδείξει, αλλιώς δεν θα ησύχαζε η ψυχή της.

«Δεν σταμάτησα ποτέ μάνα μου να τους ψάχνω, έπρεπε να μάθω, να πω στα μωρά μου την αλήθκεια, όταν ερωτούσαν πού εν ο παπάς τους. Ήμουν τζιαμέ στο οδόφραγμα, κάθε Σάββατο τζαι Κυριακή ενυχτοξημερωνούμαστεν. Κάναμε διαδηλώσεις κρατούσαμε τις φωτογραφίες τους φωνάζαμε θέλαμε να μάθουμε για την τύχη των αγνοουμένων μας».

Πέρασαν δεκαετίες ολόκληρες, μέχρι να μάθουν την αλήθεια για τους δώδεκα άνδρες που άφησαν πίσω, δεκαετίες κατά τις οποίες η τύχη τους αγνοείτο, επειδή δεν τις άφησαν καν να τους πλησιάσουν και να τους αγγίξουν για να διαπιστώσουν αν ήταν νεκροί. Αυτή η γυναίκα έζησε με τον καημό στην ψυχή, με μια ελπίδα μισή, με μια καρδιά μισή μα έπρεπε να αντέξει να σταθεί στα πόδια της άλλωστε στο όφειλε στα παιδιά της.

Η απάντηση για την τύχη τους ήρθε το 2004, όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα η Χαρίτα πήγε στο σημείο όπου τους σκότωσαν, υπέδειξε το σημείο και άρχισαν οι έρευνες και έγινε η εκταφή, τότε βρήκαν τα οστά του άνδρα της και των άλλων έντεκα ανδρών.

Η κυρία Χαρίτα, μας άνοιξε το σπίτι και την καρδιά της, με δάκρυα στα μάτια και με τρεμάμενη φωνή μας περιέγραψε τα όσα συγκλονιστικά έζησε εκείνο το μαύρο καλοκαίρι του 1974 που έμελλε να σταματήσει γι αυτήν και τόσους άλλους, ο χρόνος. Κάθε κουβέντα της και μια μαύρη σελίδα για την ιστορία της Κύπρου μας. Στα μάτια της βλέπεις όσα δεινά πέρασε τούτος ο τόπος, τον ξεριζωμό, την προσφυγιά. Στα υγρά μάτια της αντικατοπτρίζεται το δράμα των αγνοουμένων και των συγγενών τους μα και η ελπίδα της επιστροφής.

Η κυρία Χαρίτα λέει την ιστορία της ξανά και ξανά γιατί πιστεύει ότι δεν πρέπει να ξεχάσουμε. 49 χρόνια μετά οι πληγές παραμένουν ανοικτές και τα τραύματα δεν λένε να επουλωθούν. Πως θα μπορούσε άλλωστε αυτή να ξεχάσει όσα έζησε, όσα είδε και την εν ψυχρώ δολοφονία μπροστά στα μάτια της 12 ψυχών ανάμεσα τους και τον άντρα της;

«Τούτος ο τόπος κόρη μου εν δικός μας δεν είναι της τουρτζιάς, εν πρέπει να ξιάσουμε κόρη μου, πρέπει να συνεχίσουμε τον αγώνα» μου είπε. Λόγια που μου ακούστηκαν σαν διαθήκη για όλους μας.

tr
rt
trh
rh
hr
rh
rt
rht