Τηλεόραση Ραδιόφωνο
1

Οι πολλαπλές συγκρούσεις θεσμών, που απασχολούν την κοινωνία για αριθμό χρόνων - μία εξ αυτών εξυφαίνεται τις τελευταίες ημέρες, μεταξύ της Ελεγκτικής Υπηρεσίας και της Προεδρίας της Δημοκρατίας - είναι, κατά μεγάλο μέρος, αιτία για την πτώση που καταγράφει η εμπιστοσύνη των πολιτών προς τους θεσμούς. Και αυτό δεν είναι συμπέρασμα. Είναι εύρημα πολλαπλών ερευνών και ανάλυση ειδικών. 

Το γεγονός ότι και η τελευταία αυτή σύγκρουση θεσμών, όπως και άλλες προηγούμενες, μεταφέρθηκε στη δημόσια σφαίρα, και έδωσε αφορμή για συζητήσεις υψηλών τόνων στα μέσα ενημέρωσης, αλλά και για έκφραση καυστικών, απαξιωτικών ή ακόμα και υβριστικών απόψεων και σχολίων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δεν λειτουργεί προς το δημόσιο συμφέρον.  

Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι θεσμικά, πολιτικά αλλά και κοινωνικά. 
 
Γιατί οι κρατικοί αξιωματούχοι που διαφωνούν επιμένουν να διαπληκτίζονται δημοσίως, αντί να συζητούν μεταξύ τους τρόπους επίλυσης των διαφορών, προς το συμφέρον των πολιτών, της κοινωνίας και των ιδίων των θεσμών τους οποίους υπηρετούν; 

Τροφοδοτεί ή όχι αυτό το σκηνικό το γεγονός ότι θεσμοί, όπως ο Γενικός Ελεγκτής, επιλέγουν να υπεραμύνονται των θέσεων ή των ευρημάτων τους, με παρεμβάσεις τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης;  

Ακόμα και αν τα ευρήματα της Ελεγκτικής Υπηρεσίας καταδεικνύουν ή επιβεβαιώνουν παραβίαση της νομοθεσίας - όπως επιβεβαιώνουν οι εκθέσεις του - ποιά καλύτερη οδός από το να υποδειχθεί το λάθος και να ζητηθεί θεραπεία, χωρίς δημόσια σύγκρουση;

Τι κερδίζει ο όποιος θεσμός εάν απλώς τροφοδοτεί την κοινωνία με υλικό για περαιτέρω διχόνοια; 

Μια τέτοια επιλογή ευλόγως δεν οδηγεί και στο συμπέρασμα ότι οι παρεμβάσεις έχουν και πολιτική διάσταση; 
 
Τα ζητήματα που εγείρονται είναι, ως εκ τούτου, και πολιτικά.

Οι εκθέσεις του Γενικού Ελεγκτή αποτελούν το εργαλείο της εξουσίας της Ελεγκτικής Υπηρεσίας. Ωστόσο, δεν οδηγούν, εύλογα, σε πολιτική συζήτηση οι διαρροές, οι επιλεγμένες ή οι επιλεκτικές αναφορές σε κάποια εκ των ευρημάτων, και ο σχολιασμός, ακόμα και προτού αυτές οι εκθέσεις μελετηθούν από τους εμπλεκόμενους; 

Επιπλέον, η εξουσία της άσκησης ελέγχου δεν έχει, άραγε, κάποιου είδους όρια, έστω στο φάσμα του τί επιλέγεται να δημοσιοποιηθεί και σε ποια χρονική στιγμή, αλλά και του τί επιλέγεται να τύχει δημόσιου σχολιασμού; 

Και αν ακόμα ο Γενικός Ελεγκτής επιμένει πως, για παράδειγμα το θέμα με τα υπηρεσιακά αυτοκίνητα του Προέδρου της Δημοκρατίας και της πρώτης κυρίας, είναι χρηματικό και όχι πολιτικό, τότε γιατί επιλέγει να απαντά, από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στα πολιτικά επιχειρήματα που εγείρει η άλλη πλευρά; 
Δεν θα ήταν, ίσως, η πρακτική που αρμόζει σε ένα ανεξάρτητο θεσμό να μην μετατρέπει ο ίδιος τις εκθέσεις τους σε αντικείμενα πολιτικής σύγκρουσης; 
 
Η σύγκρουση για τα υπηρεσιακά οχήματα της Προεδρίας της Δημοκρατίας εγείρει άλλο ένα μείζον θέμα. Αυτό που αφορά στα δικαιώματα των παιδιών. Βαρύτατη η ευθύνη όσων συμμετέχουν σε αυτή τη συζήτηση, για το γεγονός ότι αποτελούν αντικείμενο συζήτησης στη δημόσια σφαίρα τα παιδιά του Προέδρου της Δημοκρατίας. 

Γιατί δεν παρενέβη η Επίτροπος Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού και να ζητήσει να τερματιστεί αυτή η δημόσια συζήτηση; 

Και ένα σχόλιο για την παρέμβαση του πρώην Γενικού Γραμματέα του ΑΚΕΛ: Τα παιδιά του Νίκου Χριστοδουλίδη είναι ανήλικα. Και έχουμε όλοι, περιλαμβανομένων των μέσων ενημέρωσης, ευθύνη για την προστασία τους και για να μην τα μετατρέπουμε σε αντικείμενο δημόσιας συζήτησης. Αντιθέτως, τα παιδιά του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας ήταν ενήλικες. 
 
Ένα ακόμα ερώτημα για προβληματισμό: Τελικά ποιός είναι αυτός που διαμορφώνει την ατζέντα της δημόσιας συζήτησης;  

Έχει την εξουσία ο όποιος θεσμός να προχωρεί σε ενέργειες που χειραγωγούν την επικαιρότητα;  

Έχει το δικαίωμα να σέρνει και τα μέσα ενημέρωσης και την κοινή γνώμη σε ατέρμονες συζητήσεις με ή χωρίς πολιτικό περιεχόμενο, και χωρίς εμφανείς λύσεις στα σοβαρά θέματα που απασχολούν ή θα πρέπει να απασχολούν αυτή την κοινωνία;