Στις 19 Μαΐου 1997, ένα εξαιρετικά αμφιλεγόμενο γεγονός λαμβάνει χώρα στη νεκρή ζώνη της Κύπρου. Ο νεαρός (τότε) Έλληνας τραγουδιστής Σάκης Ρουβάς και ο Τούρκος ποπ σταρ Μπουράκ Κουτ ανέβηκαν στη σκηνή μιας κοινής συναυλίας εντός της Πράσινης Γραμμής στη Λευκωσία, υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών.
Η συναυλία οργανώθηκε στο πλαίσιο της δικοινοτικής συνεργασίας, με στόχο την προώθηση της ελληνοτουρκικής φιλίας και την οικοδόμηση εμπιστοσύνης μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Το γήπεδο «Taksim», πίσω από το Λήδρα Πάλας, επιλέχθηκε ως ουδέτερο έδαφος εντός της Νεκρής Ζώνης. Ο συμβολισμός ήταν έντονος και πολυεπίπεδος, με τον ΟΗΕ να παρέχει επίσημη αιγίδα στο εγχείρημα.
Ωστόσο, η ημερομηνία διεξαγωγής της 19ης Μαΐου ήταν τουλάχιστον άστοχη, συνέπεσε με την Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ποντίων, ημέρα εθνικού πένθους για τον Ελληνισμό, αλλά και εθνικής επετείου στην Τουρκία για την απόβαση του Κεμάλ Ατατούρκ στη Σαμψούντα.
Από τη στιγμή που ανακοινώθηκε η συναυλία, το κλίμα στην Κύπρο οξύνθηκε. Οργανώσεις όπως η Κυπριακή Ομοσπονδία Μοτοσικλετιστών και το Παγκύπριο Αντικατοχικό Κίνημα κινητοποιήθηκαν.
Την ίδια ώρα με τη συναυλία στην Πράσινη Γραμμή, στην Πλατεία Ελευθερίας διοργανώθηκε αντικατοχική συγκέντρωση με τη συμμετοχή περίπου 1.500 διαδηλωτών στους οποίους βρέθηκαν και συγγενείς αγνοουμένων, μάνες ηρώων, εκπρόσωποι Ποντίων, Αρμενίων και Κούρδων, μαυροφορεμένοι και αποφασισμένοι να εκφράσουν την αντίθεση τους.

Τα συνθήματα «Ελευθερία ή Θάνατος» και «Η Κύπρος είναι Ελληνική» δόνησαν το κέντρο της Λευκωσίας. Καθώς η ένταση αυξανόταν, σημειώθηκαν σοβαρά επεισόδια ανάμεσα σε διαδηλωτές και την κυπριακή αστυνομία, με 35 τραυματίες, 30 συλλήψεις και χρήση δακρυγόνων. Η κατάσταση ξέφυγε όταν νεαροί ήρθαν σε σύγκρουση με άνδρες της ΜΜΑΔ, ενώ οι δρόμοι γέμισαν πέτρες, σκουπίδια και φλόγες.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος, σε μια χαρακτηριστική του παρέμβαση, δήλωσε στον Ρουβά: «Σάκη, παιδί μου, μην πας! Δεν ξέρεις… Ο κόσμος εκεί ζει υπό την απειλή των τουρκικών όπλων. Εκμεταλλεύονται την αφέλειά σου… Θα στενοχωρήσεις πολλούς με φιλότιμο και περηφάνια».
Ο Γιώργος Νταλάρας εξέφρασε την αγανάκτησή του λέγοντας πως ο ΟΗΕ δεν έκανε τίποτα όλα αυτά τα χρόνια για τους αγνοούμενους, ενώ θεώρησε υποκριτική τη στήριξή του σε μια τέτοια εκδήλωση.
Αντίθετα, ο Μίκης Θεοδωράκης είδε θετικά τη συναυλία, θυμίζοντας τις δικές του αντίστοιχες συμπράξεις με τον Τούρκο συνθέτη Ζουλφού Λιβανελί. Ο Ρουβάς, υπερασπιζόμενος την επιλογή του, απάντησε.
«Εμείς τραγουδιστές είμαστε. Αυτό ξέρουμε να κάνουμε. Πιστεύουμε ότι δώσαμε ένα μήνυμα σήμερα. Τίποτα παραπάνω».

Αντίστοιχες αντιδράσεις υπήρχαν και από την τουρκοκυπριακή και τουρκική πλευρά. Ο Burak Kut δέχτηκε επίθεση από μέλη των Γκρίζων Λύκων κατά την άφιξή του. Λιθοβόλησαν το αυτοκίνητό του και τον κατηγόρησαν ως «προδότη». Κατά τη διάρκεια της συναυλίας, Τουρκοκύπριοι ήρθαν σε συμπλοκή με εθνικιστές που ύψωσαν τα σύμβολα των Γκρίζων Λύκων μέσα στο κοινό.
Ο Kut παρέμεινε πιστός στο μήνυμα που ήθελαν να περάσουν, δηλώνοντας: «Ότι έγινε, ανήκει στο παρελθόν. Είναι σημαντικό να εργαστούμε για την ειρήνη στην Κύπρο. Μια μέρα όλοι θα εκτιμήσουν αυτό που κάναμε».
Η συναυλία, διεξήχθη με τη συμμετοχή περίπου 2.500 ατόμων, οι περισσότεροι Τουρκοκύπριοι. Ανάμεσά τους, προσωπικότητες όπως η Καίτη Κληρίδου και ο Μιχάλης Παπαπέτρου. Η UNFICYP εξέφρασε την ικανοποίησή της και χαρακτήρισε το γεγονός ως «σύμβολο ειρηνικής συνύπαρξης».
Ωστόσο, μεγάλο μέρος της κυπριακής κοινωνίας ερμήνευσε την εκδήλωση ως κίνηση αποδοχής της διχοτόμησης υπό τον μανδύα της πολιτιστικής προσέγγισης. Οι μνήμες από τις δολοφονίες των Ισαάκ και Σολωμού (τον Αύγουστο του 1996) ήταν ακόμη νωπές και η επαναπροσέγγιση χωρίς πρώτα την άρση της κατοχής θεωρήθηκε προκλητική και εθνικά επιζήμια.
