Στις αρχές του 20ου αιώνα, η κοινωνία ήταν φαινομενικά πατριαρχική. Στην πραγματικότητα υπήρχε από πίσω μια ήρεμη, σιωπηρή, «δικαιωματική» μητριαρχία. Οι μάνες θεωρούσαν δικαίωμά τους να έχουν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στις αποφάσεις και στις πράξεις των παιδιών τους. Αυτή όμως ήταν και η βαθύτερη αιτία των κακών σχέσεων ανάμεσα σε νύφες και πεθερές. Αυτή ήταν επίσης η αιτία για να γίνει η Στυλλού Χριστοφή Παντοπίου δυο φορές φόνισσα, πέρα από την προφανώς βαθύτερη εγκληματική προδιάθεση της ως χαρακτήρας. Την πρώτη φορά δεν μπορούσε να ανεχτεί την πεθερά της να παίζει το ρόλο του αρχηγού μέσα στη δική της οικογένεια. Τη δεύτερη φορά διότι δεν μπορούσε να ανεχτεί την νύφη της να αμφισβητεί τον ρόλο του αρχηγού που ήθελε αυτή τη φορά να παίξει η ίδια στην οικογένεια του γιου της.
Το έγκλημα στην Κύπρο
Η Στυλλού, γεννημένη το 1900 σε ένα φτωχό χωριό της Πιτσιλιάς, παντρεύτηκε σε ηλικία 25 χρονών έναν νεαρό, φτωχό συγχωριανό της. Η πεθερά της Στυλλούς ζούσε μαζί τους και είχε λόγο σε όλα μέσα στο σπίτι, με αποτέλεσμα να καβγαδίζουν πεθερά και νύφη μέρα και νύχτα. Η πεθερά θεωρούσε τον εαυτό της πιο έμπειρο και σοφό και απαιτούσε σεβασμό από την νύφη της. Δεν της πέρασε όμως ποτέ από το μυαλό ότι αυτό θα της στοίχιζε τη ζωή και μάλιστα με ένα τρόπο μαρτυρικό, που μόνο ένα αδίστακτο, διεστραμμένο μυαλό θα μπορούσε να διανοηθεί.
Η Στυλλού, με τη βοήθεια δύο άλλων γυναικών έχωσε μέσα στο στόμα της πεθεράς της έναν αναμμένο δαυλό και την έβγαλε για πάντα από την ζωή του αντρός της και την δική της. Όλοι ήξεραν ποια σκότωσε την δύστυχη γυναίκα και το είπαν στην αστυνομία που ανέβηκε στο χωριό. Για τη δικαιοσύνη όμως ήταν μόνο υποψίες. Δεν υπήρχε αυτόπτης ή αυτήκοος μάρτυρας. Ο δικαστής την απάλλαξε λόγω μη επαρκούς τεκμηρίωσης της υπόθεσης.
Όπως ήταν αναμενόμενο και παρά την απαλλαγή της από το δικαστήριο, ο άντρας της την εγκατέλειψε και η Στυλλού ανέλαβε από τότε μόνη της την ανατροφή του γιου τους, του Σταύρου.

Αργότερα στο Λονδίνο
Μεγαλώνοντας, ο Σταύρος, έφυγε από την Κύπρο και πήγε να βρει δουλειά στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπως έκαναν πολλοί Κύπριοι εκείνη την εποχή. Έπιασε δουλειά στο Café de Paris του Λονδίνου. Σύντομα γνώρισε και παντρεύτηκε μια Γερμανίδα, τη Χέλα Μπλέιχερ. Η ζωή του άρχισε να προσαρμόζεται σε έναν νέο κόσμο, πολύ διαφορετικό από τον κόσμο του χωριού του. Η Χέλα, ήταν επίσης διαφορετική από τις Κύπριες γυναίκες που ήξερε μέχρι τότε ο Σταύρος. Ήταν νέα, δυναμική, ανεξάρτητη. Ο Σταύρος και η Χέλα απέκτησαν τρία παιδιά και ζούσαν σε ένα σπίτι στο Χάμπστεντ του Λονδίνου.
Η Στυλλού, μόνη κι έρημη στην Κύπρο, πήγε το 1953 στο Λονδίνο, τάχα για «επίσκεψη». Με το που έβαλε το πόδι της στο σπίτι εξέτασε τον χώρο, τις επόμενες ημέρες τη ρουτίνα της οικογένειας και φυσικά άρχισε να μελετά τη νύφη της. Τελικά ανακοίνωσε στο ζευγάρι ότι θα έμενε για πάντα. Θα έβρισκε δουλειά, θα βοηθούσε, δε θα ήταν βάρος.
Ο Σταύρος δεν μπορούσε να πει όχι. Ήταν η μάνα του. Πώς θα μπορούσε να τη διώξει; Όμως η Στυλλού δεν έμεινε για να παίζει το ρόλο του κομπάρσου. Άρχισε να δίνει διαταγές. Υπεδείκνυε, έκρινε και κατέκρινε: Τι μαγειρεύει η Χέλα, πώς ντύνει τα παιδιά, γιατί δε στρώνει έτσι τα σεντόνια, γιατί σηκώνει φωνή. Η Χέλα, ξένη σε αυτή τη νοοτροπία της Κύπριας χωρικής, αντιδρούσε. Δεν ήταν από αυτές που θα μπορούσαν να σκύψουν το κεφάλι στην πεθερά ούτως ή άλλως. Όμως ούτε κι η Στυλλού ήταν από αυτές που θα δεχόταν αντιρρήσεις και «αντιμίλημα» από την νύφη της. Η μάνα έχει πάντα δίκιο. Η μάνα υπαγορεύει. Η νύφη υπακούει. Ή φεύγει.
Ο γιος, σιωπηλός, σαν άβουλος ανάμεσα στις δύο γυναίκες, που η μια ήταν η γυναίκα που ερωτεύτηκε κι άλλη η μάνα που τον γέννησε και τον μεγάλωσε μόνη. Με τον καιρό η ένταση μεγάλωνε με προσβολές και ατελείωτους καβγάδες. Ολοφάνερα για τη νύφη η πεθερά δεν ήταν ευπρόσδεκτη μέσα στο σπίτι της και για την πεθερά η νύφη δεν ήταν η κατάλληλη γυναίκα για τον γιο της.
Όταν τελικά η Χέλα και ο Σταύρος συμφώνησαν να της πουν να φύγει από το σπίτι, το δολοφονικό της ένστικτο αποδείχτηκε ισχυρότερο από τη λογική. Όπως και τότε 30 χρόνια πριν. Αντί να βάλει τον εαυτό της στη θέση της νύφης της και να θυμηθεί πώς ένιωθε τότε αυτή απέναντι στην αυταρχική πεθερά της, αποφάσισε απλά να την σκοτώσει κι αυτήν.
Ο δεύτερος φόνος.
29 Ιουλίου 1954. Ένα πρωί σαν όλα τ’ άλλα. Ο Σταύρος φεύγει για τη δουλειά. Στο σπίτι, σιωπή.
Η Στυλλού παίρνει ένα βαρύ μεταλλικό αντικείμενο και χτυπά τη νύφη της στο κεφάλι. Δεν ήταν αρκετό. Χρειάστηκε να την πνίξει δένοντας γύρω από λαιμό της ένα μαντήλι. Η μανία που την κυρίευσε όπλισε με τεράστια δύναμη τα χέρια της. Όταν πια η Χέλα έπαψε να αναπνέει, η Στυλλού έβαλε φωτιά για να κάψει το σώμα της Ρίχνει παραφίνη, σέρνει το σώμα της Χέλα στο μπαλκόνι και το ανάβει.
Οι γείτονες βλέπουν την φωτιά. Στην αργή νομίζουν ότι καιγόταν κούκλα βιτρίνας. Όταν σπεύδουν να βοηθήσουν βλέπουν τα σημάδια στον λαιμό της Χέλα και καταλαβαίνουν το έγινε. Έντρομοι καλούν την αστυνομία. Η Στυλλού ισχυρίζεται πως η νύφη της αυτοπυρπολήθηκε. Μα η βέρα της Χέλα είναι στο δωμάτιό της. Το μαντήλι στα σκουπίδια. Αίμα παντού. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Η δολοφόνος είναι εκεί και είναι μπροστά τους.
Η δίκη και ο γιος
Η δίκη ξεκίνησε στο Old Bailey τον Οκτώβριο. Ο Σταύρος προσπάθησε να σώσει τη μητέρα του. Με τους δικηγόρους της υπεράσπισης, επιχείρησε να πείσει το δικαστήριο ότι η Στυλλού δεν ήταν εγκληματίας, αλλά ψυχικά ασθενής. Ο ψυχίατρος μιλά για παραληρητική διαταραχή. Λέει πως η Στυλλού φοβόταν ότι η νύφη της θα την απομακρύνει από τα εγγόνια της. Πως μέσα της είχε στήσει έναν πόλεμο επιβίωσης. Πως δεν άντεχε να χάσει άλλη μια φορά.
Βασικός μάρτυρας κατηγορίας είναι ο ίδιος της ο γιος. Ο Σταύρος καταθέτει. Όχι με μίσος. Με πόνο. Ίσως με ενοχή. Ίσως με ελπίδα ότι κάπως έτσι θα ξεπλύνει κάτι. Η Στυλλού τον συγχωρεί. Του το λέει. «Σε συγχωρώ για τούτα που είπες». Δεν κλαίει, δεν ζητά χάρη. Φωνάζει διαρκώς ότι δεν είναι τρελή, λες κι ήταν η τρέλα η μεγαλύτερη κηλίδα που μπορούσε να λερώσει τη φήμη της.
Το δικαστήριο στην επιμονή και της ίδιας, δεν δέχτηκε ότι έπασχε ψυχικά κι απόφαση ήταν καταπέλτης: Η Στυλλού Παντοπίου Χριστοφή κρίθηκε ένοχη για φόνο εκ προμελέτης. Η ποινή: θάνατος.
Η εκτέλεση
Στις 15 Δεκεμβρίου 1954, η Στυλλού Παντοπίου οδηγήθηκε στην αγχόνη της φυλακής Holloway. Ήταν η προτελευταία γυναίκα που εκτελέστηκε στη Βρετανία. Μετά από εκείνη, άλλαξε ο άνεμος της Δικαιοσύνης. Η θανατική ποινή για γυναίκες καταργήθηκε.
Δεν έκλαψε. Δεν φώναξε. Δεν εξομολογήθηκε. Μόνο σώπασε…
Η σκιά της
Τι ήταν τελικά η Στυλλού; Ένα τέρας, μια προσωπικότητα σκοτεινή, επικίνδυνη, που δεν είχε οίκτο για όποιον νόμιζε ότι της έκανε κακό και μπορούσε ακόμη και να τον σκοτώσει ή μήπως ήταν μια βασανισμένη γυναίκα σε μια πολύ δύσκολη εποχή που έχασε τα λογικά της;
Πρόσφατα η υπόθεση επανεξετάστηκε από ιστορικούς και ντοκιμαντερίστες. Ο εγγονός της προσπάθησε να την καταλάβει. Μα όσο περνούν τα χρόνια, αυτό που μένει είναι ένα πρόσωπο μέσα στη θλίψη, μια σιλουέτα με δεμένα μαλλιά και μάτια σκληρά. Και το ερώτημα: πώς μπορεί μια γυναίκα να φτάσει εκεί; Ποιος ξέρει; Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου.