Τηλεόραση Ραδιόφωνο

Την προειδοποίηση ότι η κρίση στην Ουκρανία φέρνει εκατομμύρια ανθρώπους, κυρίως παιδιά, στην αφρικανική ήπειρο αντιμέτωπους με τον κίνδυνο της υποσιτιστικής κρίσης, έστειλε την περασμένη εβδομάδα ο διεθνής Τύπος. Σύμφωνα με τα σχετικά δημοσιεύματα, το πρόβλημα λαμβάνει νέες διαστάσεις καθώς εμβαθύνεται η κρίση στην Ουκρανία και η πανδημία εξακολουθεί.

Την ίδια ώρα, ο δυτικός Τύπος εστιάζει στις ισορροπίες που αλλάζουν στο εσωτερικό της δυτικής συμμαχίας παράλληλα με την διαιωνιζόμενη κρίση στην Ουκρανία. Σύμφωνα με ξένους αρθρογράφους και αναλυτές, απέναντι στην κλιμάκωση του πολέμου, ΕΕ και δυτικές χώρες αναθεωρούν τις παραδοσιακές στρατηγικές τους.

Την ίδια στιγμή, ο ρωσικός και ουκρανικός Τύπος εστίασαν την προηγούμενη εβδομάδα σε τρεις σημαντικές πτυχές του συνεχιζόμενου πολέμου, στην ενεργειακή κρίση, στις επιπτώσεις του πολέμου στην οικονομία και στα τραύματα που αυτός προκαλεί στην ανθρώπινη και κοινωνική ψυχοσύνθεση.

Οι ισορροπίες που αλλάζουν και η υποσιτιστική κρίση

Ο Mark Leonard σε ανάλυση με τίτλο «Το πραγματικό τέλος της Pax Americana. Η Γερμανία και η Ιαπωνία αλλάζουν – όπως και η μεταπολεμική τάξη» που ήταν δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα του αμερικανικού περιοδικού «The Foreign Affairs» στις 17 Ιουνίου, προβάλλει την άποψη ότι «Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία –και ο αυξανόμενος ανταγωνισμός μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας– απειλεί να ανατρέψει το status quo και μαζί του την Pax Americana που εγκαινιάστηκαν μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ως απάντηση στην επιθετικότητα της Μόσχας, η Γερμανία έχει ουσιαστικά επαναπροσανατολίσει την εξωτερική πολιτική της, δεσμευόμενη να αυξήσει ριζικά τις αμυντικές δαπάνες και να τηρήσει σκληρή στάση στο ζήτημα της Ουκρανίας. Και η Ιαπωνία, επιφυλακτική απέναντι στην αναζήτηση της Κίνας για περιφερειακή ηγεμονία, φαίνεται πιο κοντά από ποτέ σε μια παρόμοια μεταμόρφωση». Στη συνέχεια του άρθρου του, ο κ. Leonard τονίζει τα εξής: «Οι αλλαγές σε Βερολίνο και Τόκιο δείχνουν ότι ένα διαφορετικό είδος σχέσης (στο εσωτερικό της δυτικής συμμαχίας) είναι στον ορίζοντα. Μια σχέση που θα είναι πιο ισορροπημένη από τις συμμαχίες που έχτισε και διατήρησε η Ουάσιγκτον στη μεταπολεμική εποχή. Καθώς η σχετική σημασία των αμυντικών συνεισφορών των ΗΠΑ μειώνεται και το κόστος της ευθυγράμμισης αυξάνεται, η Ουάσιγκτον δεν θα είναι πλέον σε θέση να στηρίζεται στην αυτόματη υποστήριξη (των συμμάχων της). Αντιθέτως, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να συνηθίσουν σε πιο ισορροπημένες και δίκαιες σχέσεις (με τους εταίρους τους)».

Η ιρλανδέζικη εφημερίδα «Irish Times» συμφωνεί με το περιοδικό «The Foreign Affairs» στο γεγονός ότι η κρίση στην Ουκρανία συνοδεύεται από αλλαγές στο εσωτερικό της δυτικής συμμαχίας. Σε κύριο άρθρο της εφημερίδας με τίτλο «Το τελευταίο πακέτο κυρώσεων της ΕΕ έρχεται καθώς πολλοί Ουκρανοί ανησυχούν ότι η αποφασιστικότητα της Δύσης εξασθενεί» που ήταν δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα της εφημερίδας στις 15 Ιουνίου, υπογραμμίζεται ότι «Αν και οι διαπραγματεύσεις ήταν δύσκολες και η συμφωνία μπορεί να είναι ατελής, η συμφωνία των ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη θέσπιση μιας έκτης δέσμης κυρώσεων κατά της Ρωσίας είναι ένα σημαντικό επίτευγμα που στέλνει ένα μήνυμα ενότητας σε μια κρίσιμη στιγμή του πολέμου στην Ουκρανία». Συνεχίζοντας, το άρθρο αναφέρει ότι: «Η διαιώνιση του πολέμου που συμπίπτει με την επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών στην Ευρώπη και τους ψιθύρους στη Δύση για πιθανές ειρηνευτικές συμφωνίες, έχει κάνει πολλούς Ουκρανούς να ανησυχούν ότι η ευρωπαϊκή και η αμερικανική υποστήριξη θα μπορούσαν να αποδυναμωθούν. Η απόφαση της ΕΕ να εντείνει τις πιέσεις στη Μόσχα θα καθησυχάσει ορισμένες από αυτές τις ανησυχίες».

Στο ίδιο μήκος κύματος, η σουηδική εφημερίδα «Dagens Nhyeter» στις 14 Ιουνίου φιλοξένησε το άρθρο του Ingmar Nevéus με τίτλο «Η ερώτηση του Κιέβου προς τη Γερμανία - θέλετε πραγματικά η Ουκρανία να κερδίσει τον πόλεμο;». Στο άρθρο προβάλλεται το εξής ερώτημα: «Θέλετε πραγματικά να κερδίσουμε τον πόλεμο (ρωτούν οι Ουκρανοί); Η Ουκρανία αναμένει απάντηση στο αιχμηρό ερώτημα από τρεις σημαντικούς Ευρωπαίους ηγέτες που επισκέπτονται το Κίεβο. Στην ουκρανική πρωτεύουσα, πολλοί θεωρούν ότι η στήριξη του Γερμανού Σολτς, του Γάλλου Μακρόν και του Ιταλού Ντράγκι δίνεται με μισή καρδιά». Στην συνέχεια του άρθρου αναφέρεται ότι: «Ο Σολτς και ο Μακρόν δημιουργούν την εντύπωση ότι επιθυμούν ειρήνη με κάθε κόστος, συμπεριλαμβανομένου του κατακερματισμού της Ουκρανίας. Η αναμενόμενη απάντηση από τον Σολτς και τον Μακρόν (στους Ουκρανούς θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει) ενδείξεις ότι το καθεστώς Πούτιν πρέπει να ηττηθεί».

Η εφημερίδα «Times» της Νότιας Αφρικής φιλοξένησε στις 13 Ιουνίου μια ανάλυση, η οποία εστιάζει στον αντίκτυπο του πολέμου στην Ουκρανία στην αφρικανική ήπειρο. Στο δημοσίευμα με τίτλο «Μια έκρηξη θανάτων παιδιών πρόκειται να συμβεί στο Κέρας της Αφρικής», η εφημερίδα προειδοποιεί ότι «Εκατομμύρια βοοειδών και καλλιεργειών χάθηκαν λόγω της κλιματικής αλλαγής, του πολέμου στην Ουκρανία και της επιδείνωσης της κρίσης του Covid-19. Η κρίση πείνας στην περιοχή του Κέρατος της Αφρικής εντείνεται, με τις ζωές εκατοντάδων χιλιάδων παιδιών να κινδυνεύουν όλο και περισσότερο, προειδοποιούν ο ΟΗΕ, οι υπηρεσίες παροχής ανθρωπιστικής βοήθειας και οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι». Το δημοσίευμα πραγματοποιεί αναφορά σε σχετική ανακοίνωση της «Unicef», σύμφωνα με την οποία, «εκτιμάται ότι 386.000 παιδιά στη Σομαλία χρειάζονται θεραπεία για απειλητικό για οξύ υποσιτισμό. Ο αριθμός παιδιών που αντιμετωπίζουν την πιο θανατηφόρα μορφή υποσιτισμού έχει αυξηθεί κατά περισσότερο από 15 τοις εκατό σε διάστημα πέντε μηνών. Σε ολόκληρη την Αιθιοπία, την Κένυα και τη Σομαλία, περισσότερα από 1,7 εκατομμύρια παιδιά χρειάζονται επειγόντως θεραπεία για οξύ υποσιτισμό».

Ενεργειακή και οικονομική κρίση και τραύματα του πολέμου στον ρωσικό και ουκρανικό Τύπο

Η ρωσική εφημερίδα «Izvestia» εστίασε την προηγούμενη εβδομάδα στον αντίκτυπο της ενεργειακής κρίσης στις οικονομίες της Ευρώπης και της Ρωσίας. Σε ανάλυση με τίτλο «Η περίπτωση του αγωγού: η τιμή του φυσικού αερίου στην Ευρώπη προβλέπεται να αυξηθεί στα 2.000 δολάρια», η οποία δημοσιεύτηκε στις 17 Ιουνίου, ο Valery Voronov ανάφερε ότι «Οι τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη θα συνεχίσουν να αυξάνονται απότομα στο πλαίσιο της μείωσης των προμηθειών της Gazprom. Μέσα σε ένα μήνα το κόστος ενδέχεται να φτάσει τα 2 χιλιάδες δολάρια ανά χίλια κυβικά μέτρα. Η τιμή ανταλλαγής των μπλε καυσίμων στην ΕΕ ανήλθε σε 1,5 χιλιάδες δολάρια κατά τη διάρκεια των συναλλαγών στις 16 Ιουνίου, αν και στις αρχές Ιουνίου ήταν χαμηλότερη από 1.000 δολάρια. Η γερμανική εταιρεία Siemens δεν παρείχε εγκαίρως τις μονάδες άντλησης φυσικού αερίου για τον Nord Stream, γεγονός που οδήγησε σε μείωση των ρωσικών προμηθειών. Η αύξηση των τιμών των καυσίμων θα αυξήσει τον πληθωρισμό στην Ευρώπη. Η Ρωσία μπορεί να αυξήσει τα έσοδα του προϋπολογισμού ακόμα και με χαμηλότερες πωλήσεις λόγω της αύξησης των τιμών».

Η ουκρανική εφημερίδα «Delovaya Stolitska», στις 17 Ιουνίου, σε δημοσίευμα με τίτλο «Ο ψυχολόγος Valentin Kim για το σύμπλεγμα ενοχής, το τραύμα των μαρτύρων και τη διαμόρφωση της ουκρανικής ταυτότητας κατά τη διάρκεια του πολέμου» εστίασε στην ανθρώπινη πτυχή του πολέμου στην Ουκρανία. Σε συνέντευξη που παραχώρησε ο Ουκρανός ψυχολόγος στην αρχισυντάκτρια της εφημερίδας, Victoria Bilyavskaya, αναφέρθηκαν ότι «Αν και ο πόλεμος συνεχίζεται εδώ και οκτώ χρόνια, η προσάρτηση της Κριμαίας πραγματοποιήθηκε πολύ γρήγορα και χωρίς ενεργές εχθροπραξίες. Η ενεργός φάση των εχθροπραξιών στο Ντονμπάς έληξε επίσης αρκετά γρήγορα. Ως εκ τούτου, πολλοί Ουκρανοί δεν αισθάνθηκαν τον πόλεμο. Η πλειοψηφία των Ουκρανών δεν αισθάνθηκε την απειλή. Αυτό οδήγησε σε ένα κύμα της λεγόμενης ‘πολεμικής κόπωσης’. Σήμερα, η απειλή (του πολέμου) έχει φτάσει σε κάθε σπίτι. Αυτό δημιουργεί αρκετά σημαντικά κοινωνικο-ψυχολογικά φαινόμενα». Στην συνέχεια της συνέντευξης ο Valentin Kim αναφέρει ότι: «Η επιστροφή στην κανονική ζωή είναι πολύ στενά συνδεδεμένη με την ικανότητα σχεδιασμού. Πολλοί από εμάς έχουμε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Έχουμε χάσει προσωρινά την ικανότητα για μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Μπορούμε να σχεδιάσουμε για μια εβδομάδα, για μια μέρα, αλλά είναι αδύνατο να οικοδομήσουμε ένα σχέδιο ακόμη και για έξι μήνες»

Κορύφωση της αγωνίας για την ανθρωπιστική διάσταση της κρίσης

Η «The Stait Τimes» με έδρα της Σιγκαπούρη, στις 14 Ιουνίου φιλοξένησε την ανάλυση του Jonathan Eyal με τίτλο «Πούτιν, Πέτρος ο Μέγας και οι προοπτικές ενός παρατεταμένου πολέμου στην Ουκρανία». Σύμφωνα με τον αρθρογράφο τα τελευταία μηνύματα από το μέτωπο του πολέμου είναι δυσοίωνα. Η κρίση κορυφώνεται, ο πόλεμος διαιωνίζεται δίχως να εμφανίζεται φως στην άκρη του τούνελ. «Οι προτάσεις για την κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία βρίσκονται αντιμέτωπες με σημαντικά εμπόδια», προειδοποιεί ο αρθρογράφος, ο οποίος εκφράζει απαισιοδοξία για την τροπή των εξελίξεων. «Έχουν περάσει σχεδόν τέσσερις μήνες από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Εάν πιστέψουμε τις πρόσφατες προβλέψεις των υπηρεσιών πληροφοριών της Ουκρανίας, ο ρωσικός στρατός έχει εντολές να διατηρήσει την επίθεση για άλλους τέσσερις μήνες», προσθέτει ο κ. Eyal.

«Ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει αυξήσει για πρώτη φορά τον αριθμό των εκτοπισμένων παγκοσμίως πάνω από τα 100 εκατομμύρια. Ο ΟΗΕ προειδοποιεί ότι η επακόλουθη κρίση πείνας θα μπορούσε να αναγκάσει πολλούς περισσότερους ανθρώπους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Καταβάλλονται προσπάθειες για την αντιμετώπιση της παγκόσμιας κρίσης επισιτιστικής ανασφάλειας, η οποία έχει επιδεινωθεί δραματικά από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία», έγραφε στις 16 Ιουνίου η «New Strait Times», με έδρα την Μαλαισία. Συνεχίζοντας, το δημοσίευμα ανέφερε ότι: «Ο ΟΗΕ διαπίστωσε ότι στα τέλη του 2021, 27,1 εκατομμύρια άνθρωποι ζούσαν ως πρόσφυγες, ενώ ο αριθμός των αιτούντων άσυλο αυξήθηκε κατά 11 τοις εκατό, σε 4,6 εκατομμύρια. Επίσης, ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν εκτοπισμένοι από τη χώρα τους λόγω των συγκρούσεων διογκώθηκε για 15η συνεχόμενη χρονιά, αγγίζοντας τα 53,2 εκατομμύρια. Ο πόλεμος στην Ουκρανία περιπλέκει επίσης, την όποια αντίδραση σε κρίσεις εκτοπισμού, δεδομένου ότι έχει πλήξει τη διεθνή συνεργασία. Ακόμη και αν ο πόλεμος τελείωνε μέσα σε λίγους μήνες, θα χρειαστεί μεγάλη χρονική περίοδος για την επούλωση των πληγών στη διεθνή συνεργασία».