Τηλεόραση Ραδιόφωνο

«Ήταν καλός άνθρωπος, αγαπούσε εμένα, τα μωρά μας και την Ελλάδα». Με τα λόγια αυτά περιγράφει η 94χρονη σήμερα Αποστολού, τον σύζυγο της Μόδεστο. Τον πρώτο αγωνιστή που έδωσε τη ζωή του για το ιδανικό της Ένωσης με την Ελλάδα. 

 

Ξημερώματα 1ης Απριλίου 1955, η ιστορία της ΕΟΚΑ και ο αγώνας για Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και την απελευθέρωση από τον αγγλικό ζυγό αρχίζει επίσημα με τον πρώτο νεκρό. Ονομάζεται Μόδεστος Παντελή, είναι μόλις 31 χρόνων, ένας ευτυχισμένος σύζυγος, πατέρας δυο παιδιών και πλήρως συνειδητοποιημένος αγωνιστής.

 

Στο χωριό Λιοπέτρι της ελεύθερης επαρχίας Αμμοχώστου, συναντήσαμε την γιαγιά Αποστολού Παντελή. Μπορεί ο χρόνος να άφησε στα σημάδια στο πρόσωπο και το σώμα, αλλά δεν έπληξε ούτε κατ’ ελάχιστον το πνεύμα της. Περήφανη όταν μιλά για τον Μόδεστο τον ήρωα, ευσυγκίνητη όταν η συζήτηση φτάνει στον Μόδεστο τον σύζυγο και πατέρα.

 

Επαναφέρει στην μνήμη όλα όσα πρόλαβε να ζήσει μαζί του στα πέντε χρόνια που ήταν παντρεμένοι, τις εργασίες στο περβόλι, τα παιχνίδια με τα δυο τους παιδιά (Παντελή και Παναγιώτη), αλλά και τη μοιραία νύκτα που ξεκίνησε το μεγάλο ταξίδι για το Πάνθεον της ιστορίας.

Ο ήρωας, Μόδεστος Παντελή, σε κάδρο που βρίσκεται σε περίοπτη θέση εντός του σπιτιού

 

Θυμάται πως μέχρι και την τελευταία στιγμή δεν της είχε αποκαλύψει ότι είχε ενταχθεί ενεργά στον αγώνα. Της κράτησε μυστικό όλες τις προετοιμασίες που έκανε με τους συναγωνιστές του για την πρώτη αποστολή της ΕΟΚΑ. Δεν της έκρυψε όμως ποτέ την αγάπη που είχε για την Ελλάδα.  Προφητική φαντάζει για την ίδια η αναφορά του λίγο καιρό πριν χάσει τη ζωή του: «Μου έλεγε και εμένα και του αδελφού του, του Κυριάκου. Όταν πεθάνω να με σκεπάσετε με την Ελληνική σημαία».

 

Το μοιραίο βράδυ της 31ης Μαρτίου όπως θυμάται η Αποστολού, ήταν γεμάτος χαρά και ανυπομονησία. Αλλά και πάλι δεν ήθελε να ανησυχήσει την ίδια ούτε τα παιδιά.  

 

«Ξημερώματα 1ης Απριλίου 1955, ημέρα Παρασκευή, ο άνδρας μου ο Μόδεστος Παντελή, επήε κάτω στο Σωματείο. Εσυναντηθηκάν με τον αδελφό του τον Παναγιώτη και ήρθαν σπίτι και μου είπε…΄΄Αποστολού ντύθου να πάμε σινεμά!΄΄. 

Η Αποστολού μετά τον θάνατο του συζύγου της αποφάσισε να μην ξανακοιμηθεί στο κοινό τους κρεβάτι. Το μετέτρεψε σε ένα αυτοσχέδιο μουσείο. Έβαλε τη σημαία του Έθνους πάνω στο κρεβάτι και το διατήρησε άθικτο όπως το άφησε το μοιραίο ξημέρωμα.

 

Λίγο μετά όμως, ο Μόδεστος της είπε: «Ας πάμε μια άλλη νύκτα, απόψε δεν έχει εισιτήρια για γυναίκες, μόνο για μερικούς άνδρες έχει. Μείνε να πάμε μιαν άλλη νύκτα να πάρουμε και τα μωρά». Θυμάται πως εκείνη την ώρα κτύπησε η πόρτα του σπιτιού τους, και κάποιοι από έξω τον ρώτησαν αν ήταν έτοιμος. «Με έβαλε μες τα αγκάλια του, με εφίλησε, έβαλε τα μωρά μες τα αγκάλια του και τα εφίλησε και τους είπε. ΄΄Όχι να κοιμηθείτε, να με περιμένετε να 'ρτω γρήγορα να παίξουμε λίο και να κοιμηθούμε αγκαλιά΄΄. Και έφυγε». 

 

Όλο το βράδυ ο δίδυμος αδελφός του, Κυριάκος, πηγαινοερχόταν στο σπίτι και ρωτούσε την Αποστολού κατά πόσο ο Μόδεστος είχε επιστρέψει. Κάθε φορά που του απαντούσε αρνητικά, αποχωρούσε και επέστρεφε μετά από λίγες ώρες. Αυτό επαναλαμβανόταν μέχρι το πρωί. Την ώρα που έφτασαν τα κακά μαντάτα.

 

«Την επόμενη ημέρα το πρωί, ήρθε ο Κυριάκος, έβαλε τα μωρά στα αγκαλιά του και τους είπε: ‘’Εκάταφερε μας την ο παπάς σας. Επήε να κόψει το ρεύμα και έπαθε ηλεκτροπληξία και επέθανε’’.» Τραγικές φιγούρες τα δυο τους παιδιά, τα οποία όπως θυμάται η κυρία Αποστολού, άρχισαν να φωνάζουν: «Μάμα, μάμα θέλουμε τον παπά μας, γιατί επέθανε ο παπάς μας».

 

Η Αποστολού έκτοτε αποφάσισε όπως δεν ξανακοιμηθεί στο κοινό τους κρεβάτι. Το μετέτρεψε σε ένα αυτοσχέδιο μουσείο, όπως η ίδια αναφέρει. Με τη σημαία του Έθνους πάνω στο κρεβάτι, άθικτο όπως το άφησε το μοιραίο ξημέρωμα.

 

Ο Μόδεστος πατέρας

Οικογενειακή φωτογραφία με τους γονείς της Αποστολούς. Η ίδια κάτω αριστερά με τα δυο τους παιδιά. Ο Μόδεστος, τελευταίος πάνω δεξιά, δίπλα από τον πεθερό του.

 

Η συζήτηση δεν μπορούσε να μην οδηγηθεί στην προσωπική ζωή του ηρώα και τη φιγούρα του συζύγου και του πατέρα. Τα δυο του παιδιά, Παντελής και Παναγιώτης, ήταν μόλις τεσσάρων και τριών ετών αντίστοιχα κατά την ημέρα της θυσίας του.

 

Η κυρία Αποστολού θυμάται πόσο πολύ αγαπούσε τα παιδιά του. Τον χρόνο που τους αφιέρωνε μετά τις εργασίες στο χωράφι, αλλά και την προσπάθειά του να τους μεταλαμπαδεύσει την αγάπη για την Ελλάδα. Παρόντες στο σπίτι την ώρα της συζήτησης μας και τα δυο παιδιά του Μόδεστου και της Αποστολούς. Η συγκίνησή τους, όσο ακούν την μητέρα τους να ανακαλεί στην μνήμη τα κοινά τους βιώματα, είναι έντονη.

 

Ο Παντελής, από τις αμυδρές μνήμες που έχει ως τετράχρονο τότε αγόρι, θυμάται πως ήθελε να πηγαίνει τα απογεύματα με τον πατέρα του στο περβόλι για να παίξει. Αλλά και το πως ο ήρωας πατέρας του, τον «δοκίμαζε», για να τον επιβραβεύσει και εν τέλει να τον πάρει μαζί του.

 

Τον θυμάται να στέκεται στην κύρια πόρτα του σπιτιού και να του λέει: «Αν μου πεις το ποίημα, ΄΄Της πατρίδος μου η σημαία΄΄,  θα πάμε». Και ο Παντελής απήγγειλε το ποίημα. Τότε τον έπαιρνε ο Μόδεστος από το χέρι και πηγαίνανε μαζί στα χωράφια.

 

Στο σημείο αυτό επεμβαίνει η κυρία Αποστολού, λέγοντας πως ,«τον Παντελή τον έβαζε να λέει το ποίημα ΄΄Της πατρίδος μου η σημαία", και όταν επηέναμε στο περιβόλι, είχε έναν θείο και εφώναζε του, θείε Κυριάκο, έλα να σου πει το ποίημα ο Παντελής. Εστέκαμε στην καρέττα (αμάξι), και του έλεε ο Παντελής ΄΄Της Πατρίδας μου η σημαία έχει χρώμα γαλανό, και στην μέση χαραγμένο έναν κάτασπρο σταυρό΄΄.»

 

Κάπως έτσι θυμάται η κυρία Αποστολού τις οικογενειακές στιγμές ξεγνοιασιάς, μετά από μια δύσκολη μέρα στα περβόλια, όπου και οι δύο εργάζονταν. Για τον Μόδεστο, η οικογένεια και η Ελλάδα, ήταν οι βασικές αρετές και αρχές της ζωής του.

 

Ο προσωπικός Γολγοθάς

Ο Μόδεστος και η Αποστολού Παντελή

 

«Ήταν πολλά δύσκολο, εβοήθαν με ο παπάς μου, η μάμα μου και ο πεθερός μου». Με αυτά τα λόγια χαρακτηρίζει την επόμενη ημέρα του θανάτου του Μόδεστου. Μια γυναίκα στα 27 μόλις χρόνια, μόνη με δυο μικρά παιδιά.

 

Εκφράζει παράλληλα την στεναχώρια της που για αρκετά χρόνια, η κρατική στήριξη ήταν εμφαντικά απούσα από την ίδια και την οικογένεια της. Και δηλώνει με παράπονο την απουσία της πολιτείας και των αξιωματούχων της: «Εν εστάθην καθένας, μόνο στα μνημόσυνα. Και πολλές φορές, τελείωνε το μνημόσυνο και εν έρκουνταν έσσο να με δούσιν».

 

Παρηγοριά για την οικογένειά της ήταν η αγάπη του απλού κόσμου, τα μηνύματα στήριξης που λάμβανε και εξακολουθεί να λαμβάνει. Για την ίδια, το να μείνει ζωντανή η μνήμη του Μόδεστου Παντελή, είναι η μεγαλύτερη παρακαταθήκη. Ένα χρέος που δεν πρέπει να λησμονηθεί.

 

Αυθόρμητα και με σιγουριά απαντά και στο τελευταίο μας ερώτημα: ποιος ήταν ο Μόδεστος; Ο άνθρωπος πίσω από τα εγχειρίδια του Αγώνα. Η κυρία Αποστολού κοφτά και με απόλυτη σαφήνεια μας είπε: «Αγαπούσε τον κόσμο όλο, και τον αγαπούσε όλο το χωριό. Ήταν ένας άνθρωπος αγαπητός, ένας λεβέντης».

Η Αποστολού με τα δυο παιδιά της οικογένειας. Αριστερά, ο Παναγιώτης και δεξιά ο Παντελής

 

Φεύγοντας από το σπίτι του ήρωα μια υπόσχεση μας βγήκε αυθόρμητα, στη σύζυγο και τα παιδιά του: Να μην ξεχάσουμε, να προσπαθήσουμε και εμείς να κρατήσουμε την μνήμη του μεγάλου αγώνα ζωντανή για τις υπόλοιπες γενιές. Στο πρόσωπο της 94χρονης Αποστολούς Παντελή, στην επιμονή της να κρατήσει γερά τη σημαία του αγώνα του δικού της και δικού μας ήρωα, είδαμε μιαν άλλη σύγχρονη ηρωίδα. Πιστή στον αγώνα των αγνών παλικαριών που έδωσαν την ζωή τους για την Ένωση και την απελευθέρωση της Κύπρου. Πιστή στον αγώνα του δικού της, πρώτου νεκρού του αγώνα. 

 

Στα υγρά μάτια και το ρυτιδιασμένο της πρόσωπο είδαμε να διαγράφεται η σύγχρονη ιστορία της Κύπρου. Τις θυσίες, τις αξίες, την απογοήτευση αλλά και την δύναμη που κρύβει ο τόπος μας και οι άνθρωποί του.  

 

Η ηρωική αποστολή του Μόδεστου Παντελή

Το κρεβάτι του Μόδεστου και της Αποστολούς. Πλέον, σημείο αναφοράς για την θυσία του ήρωα

 

Το χρονικό της αποστολής του Μόδεστου Παντελή με άλλους σημαντικούς αγωνιστές όπως το καταγράφει το «Ίδρυμα Απελευθερωτικού Αγώνα ΕΟΚΑ 1955-1959»:

 

Ο Μόδεστος Παντελή έδωσε τον όρκο για απελευθέρωση της Κύπρου και οργανώθηκε στο ΕΜΑΚ στις αρχές Φεβρουαρίου 1955, μαζί με όλους τους αδελφούς και την αδελφή του. Με αρχηγό της ομάδας το Γρηγόρη Αυξεντίου και με άλλους συγχωριανούς τους άρχισαν να ετοιμάζονται για την έναρξη της ένοπλης δράσης.

 

Τα μεσάνυκτα της 31ης Μαρτίου προς την 1η Απριλίου 1955 ανέλαβε να βοηθήσει τον Ανδρέα Κάρυο να προκαλέσει βραχυκύκλωμα λίγο έξω από το Αυγόρου, για να συσκοτισθεί η Αμμόχωστος την ώρα που θα ρίχνονταν οι πρώτες βόμβες της ΕΟΚΑ.

 

Με οδηγίες του Αυξεντίου προσέδεσαν μακριά αλυσίδα σε χοντρό σχοινί, στην άκρη του οποίου είχαν δέσει πέτρα χαραγμένη στη μέση, εκεί που ήταν δεμένη, για να μη φεύγει από το σχοινί, και την έριξαν πολλές φορές πάνω από τα σύρματα, προσπαθώντας να την τραβήξουν με διχάλι από την άλλη μεριά.

 

Για ασφάλεια, την ώρα που θα προκαλούσαν το βραχυκύκλωμα, φορούσαν λαστιχένια καλύμματα παπουτσιών και λαστιχένια γάντια. Έριξαν πολλές φορές το σχοινί και δεν κατάφεραν να περάσει πάνω από τα σύρματα. Καθώς όμως το έριχναν και έπεφτε κάτω στα βρεγμένα χόρτα, το σχοινί βράχηκε. Τελικά ο Ανδρέας Κάρυος πήρε στους ώμους τον Μόδεστο Παντελή, σε μια προσπάθεια να πλησιάσει όσο γινόταν τα σύρματα, για να κατορθώσει να ρίξει το σχοινί. Τα κατάφερε, έριξε το σχοινί, προκάλεσε το βραχυκύκλωμα, αλλά ο ίδιος υπέστη ηλεκτροπληξία και βρήκε ακαριαίο θάνατο.

 

Ο Κάρυος έπαθε σοβαρά εγκαύματα στην πλάτη, όταν ήλθε σε επαφή με το βρεγμένο σχοινί.