Τηλεόραση Ραδιόφωνο

«Γιατί μαυρίζει ο ουρανός κι ας είναι καλοκαίρι

λες κι η αυγή κατάμαυρο χαμπάρι θα μας φέρει.

Και να! Χτυπούνε πένθιμα κάθε χωριού καμπάνες

κλαίνε μαζί τρεις μάνες, μαζί των κι όλη η γη.

Κι είναι γλυκό το κλάμα τους, από χαρά λες κλαίνε

λόγια Σουλιώτου λένε στην πένθιμη σιγή.

Ποτέ δε θα πεθάνουνε, όσοι πεθάναν σήμερα.

Και της σκλαβιάς τα σίδερα θα σπάσουν κάποια μέρα

και θ’ ακουστούν ελεύθερα τραγούδια πέρα ως πέρα

στο ελληνικό νησί».

Αυτό θα έγραφε για την θυσία των τριών απαγχονισθέντων ο συγκλονισμένος ήρωας μας  Ευαγόρας Παλλικαρίδης που κρύβονταν ως  καταζητούμενος στο σπίτι του Μαυρομάτη.

Ήταν η 21η Σεπτεμβρίου 1956 όταν η καταπακτή θα άνοιγε και θα περνούσαν στην αθανασία οι τρείς ήρωες μας Μιχαήλ Κουτσόφτας, Ανδρέας Παναγίδης, και Στέλιος Μαυρομμάτης.

Θα ακολουθούσαν την μοίρα όσων πέθανα πριν από αυτούς για να ποτίσουν με το αίμα τους το δέντρο της ελευθερίας. Θα θυσιάζονταν για να γίνουν ο φάρος των επόμενων που θα πίστευαν στον σκοπό τους. Της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα.

Ο σκοπός της θυσίας τους πραγματοποιήθηκε κατά το ήμισυ καθώς η Κύπρος ελευθερώθηκε άλλα δεν ενώθηκε με την Ελλαδα. Η θυσία τους όμως γράφτηκε στην ιστορία και είναι από αυτές που δεν ξεθωριάζουνε στον χρόνο. Είναι εκεί να τις διδασκόμαστε και να εμπνεόμαστε, όπως το έπραξαν άλλωστε και ήρωες της Τουρκικής επιβολής.

Ανδρέας Παναγίδης

Image removed.

Ο Ανδρέας Παναγίδης γεννήθηκε στο χωριό Παλαιομέτοχο, της επαρχίας Λευκωσίας, στις 14 Νοεμβρίου 1934 και απαγχονίστηκε στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας στις 21 Σεπτεμβρίου 1956.

Ήταν παιδί της πολύτεκνης οικογένειας του Γρηγόρη Παναγή και Δέσποινας Χατζηκυριάκου Παναγή. Παντρεύτηκε Γιαννούλα Παναγή και μαζί της απόκτησε τρία παιδία, τον Αριστείδη την Δέσπω και  την Αυγή

Τελείωσε το δημοτικό σχολείο Παλαιομετόχου και εργαζόταν στην κουζίνα του αγγλικού στρατού στο αεροδρόμιο Λευκωσίας. Με την έναρξη του αγώνα προσφέρθηκε να υπηρετήσει στις τάξεις της ΕΟΚΑ, μαζί με το φίλο του ήρωα Μιχαήλ Κουτσόφτα. Η σταθερή και αμετακίνητη επιμονή τους έπεισε τον ιερέα Παλαιομετόχου Παπαλευτέρη να τους ορκίσει.

Η πρώτη δράση του Παναγίδη ήταν η ύψωση της ελληνικής σημαίας. Σε έρευνα που έκαμε Άγγλος στρατιώτης στην τσάντα του, στον τόπο της εργασίας του, αμέσως μετά την εκτέλεση των Καραολή και Δημητρίου, βρήκε μια ελληνική σημαία και ζήτησε από τον Ανδρέα να του σκουπίσει με αυτή τα παπούτσια του. Τόση ήταν η προσβολή που ένιωσε ο Ανδρέας, ώστε ήλθε στα χέρια μαζί του κτυπώντας τον άγρια. Όταν πήγε στο σπίτι, έστειλε τη γυναίκα του και του έφερε τα περίστροφά του που της είχε δώσει να του κρύψει. Την επομένη, όταν πήγε στη δουλειά του στο αεροδρόμιο, μαζί με το Μιχαήλ Κουτσόφτα και έναν άλλο αγωνιστή, επιτέθηκαν και σκότωσαν τον Άγγλο σμηναγό Πάτρικ Τζων Χέιλ μέσα στο γραφείο του. Συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο. Απαγχονίστηκαν και οι δυο με το Στέλιο Μαυρομμάτη.

Συγκλονιστικός ήταν ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε το θάνατο τόσο ο ίδιος όσο και οι δικοί του, που τον αποχαιρέτησαν με το τραγούδι στα χείλη και με τα χέρια ψηλά σε μια θερμή εξ αποστάσεως χειραψία. "Τι τιμή στο παλικάρι..." βροντοφώναξε ο πατέρας του. Τα πατριωτικά τραγούδια των τριών μελλοθανάτων και των άλλων φυλακισμένων δόνησαν τις φυλακές.

Ανεκτίμητης αξίας κληρονομιά, άφησε στα παιδιά του "ένα τιμημένο όνομα", όπως ο ίδιος τους έγραψε λίγα λεπτά μετά την ειδοποίηση, ότι χαράματα της Παρασκευής, 21 Σεπτεμβρίου 1956, θα οδηγείτο στην αγχόνη.

Η επιστολή που έστειλε στους συγγενείς του και στα 3 του παιδιά ήταν συγκλονιστική

«Αξιολάτρευτά μου παιδιά, πολυαγαπημένη μου γυναίκα, χαίρετε,

Αυτήν την στιγμήν που σας γράφω είναι Τρίτη 10 η ώρα, βράδυ. Ακριβώς πριν 5 λεπτά μας ειδοποίησαν ότι χαράματα της Παρασκευής 21.9.56 θα εκτελεστούμε. Ίσως όταν διαβάζετε αυτό το γράμμα μου εγώ δεν θα υπάρχω αναμεταξύ στους ζωντανούς.

Λατρευτά μου παιδιά, σας αφήνω για πάντα στην τόσο νεαρή μου ηλικία. Στα 22 μου χρόνια πεθαίνω για χάρη μιας μεγάλης ιδέας. Κάποτε η μάνα σας και ο θείος σας θα σας αναπτύξουν γιατί εκτελέστηκα. Σας εύχομαι αγαπημένα μου παιδιά να γενήτε καλοί χριστιανοί και καλοί Έλληνες Κύπριοι. Ακολουθήστε πάντα τον δρόμο της αρετής. Να είσθε πάντα βέβαιοι οτι σας αγάπησα τόσο θερμά με μια απέραντη πατρική αγάπη. Αλλά δυστυχώς σας αφήνω χωρίς να σας δω να μεγαλώνετε όπως το ονειρευόμουν. Σας αφήνω ένα μεγάλο και τιμημένο όνομα. Παιδιά μου, ζήσετε ευτυχισμένα μαζί με την μητέρα σας και με όλους τους θείους σας και τους σεβαστούς σας παππούδες. Ελπίζω στον Πανάγαθο Θεό να σας αγαπούν με στοργή και θέρμη.

Κι εσύ πολυαγαπημένη μου Γιαννούλα σου ζητώ για τελευταία χάρη να περνάς καλά με τα παιδιά μας. Αγάπα τα θερμά τόσο πολύ και για μένα, κι εγώ από ψηλά θα σας στέλλω τις πιο θερμές μου ευχές. Και να σεβαστής και το δικό μου όνομα. Βλέπεις ότι η μοίρα θέλησε να μας πικράνη στα πρώτα χρόνια του γάμου μας. Αυτή τη στιγμή που σου γράφω ένα χαμόγελο γλυκό στολίζει τα χείλη μου και είμαι ευτυχισμένος που αφήνω τα παιδιά μου σε μια καλή μητέρα. Η ψυχή μου είναι γομάτη από μια αληθινή χαρά γιατί είμαι περήφανος για σένα. Μη δώσης καμμιά ματιά στο παρελθόν, αλλά κοίταζε το παρόν. Σου ζητώ συγνώμη και συγχώρεση για ότι σου έφταιξα Γιαννούλα.

Και πριν κλείσω το γράμμα μου, σου ζητώ ως τελευταίαν επιθυμία, να αγαπάς όπως και πριν τους γονείς μου και τα αδέλφια μου και τους δικούς σου. Ακόμη, αν μπορείτε, να περνάτε πιο καλά. Είμαι βέβαιος, πως οι γονείς μας είναι καλοί.

Δώσε τους τελευταίους εγκάρδιούς μου χαιρετισμούς στους γονείς μας, στα αδέλφια μας, σ’ όλους τους συγγενείς και χωριανούς μας.

Έχετε γειά και για πάντα

αγαπημένες μου υπάρξεις».

Στέλιος Μαυρομμάτης


Image removed.

Ο Στέλιος Μαυρομμάτης γεννήθηκε στο χωριό Λάρνακας της Λαπήθου, της επαρχίας Κερύνειας, στις 15 Νοεμβρίου 1932 και απαγχονίστηκε στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας, στις 21 Σεπτεμβρίου 1956.

Ήταν παιδί της πολύτεκνης οικογένειας του Χριστόφορου και  της Ελένης Μαυρομμάτη.

Τελείωσε το δημοτικό σχολείο στο χωριό του και την Εμπορική Σχολή Σαμουήλ στη Λευκωσία. Εργάστηκε για δυο χρόνια στον αγγλικό στρατό στο Σουέζ και στη συνέχεια εργαζόταν στο αγγλικό αεροδρόμιο Λευκωσίας ως γραφέας μέχρι τη σύλληψή του. Ήταν μέλος της επιτροπής των σωματείων ΣΕΚ και ΘΟΙ στο χωριό του, στην ίδρυση των οποίων πρωτοστάτησε ο πατέρας του.

Με την έναρξη του αγώνα εντάχθηκε στην ΕΟΚΑ και πήρε μέρος σε επιχείρηση δολιοφθοράς εναντίον αεροπλάνων των Άγγλων. Συνέβαλε επίσης ουσιαστικά στη συλλογή των κυνηγετικών όπλων από ιδιώτες στην περιοχή Λευκωσίας. Έδρασε ιδιαίτερα στην περιοχή των οδών Λήδρας και Ονασαγόρου, την οποία οι Άγγλοι είχαν ονομάσει "μίλι του θανάτου". Μεταξύ των συνεργατών του ήταν και ο ξάδελφός του Ευαγόρας Παλληκαρίδης. Στενοί συνεργάτες του στη μεταφορά και απόκρυψη οπλισμού, καθώς και στη φιλοξενία και φυγάδευση καταζητουμένων προσώπων ήταν και οι γονείς και τα αδέλφια του.

Σε μια ανεπιτυχή επίθεση του ιδίου και των δυο συναγωνιστών του εναντίον του Βρετανού σμηνία Νόρμαλ Άλφρεντ και του αεροπόρου Λώρενς Ληθ της βρετανικής βασιλικής αεροπορίας στην οδό Αγίου Παύλου στον Άγιο Δομέτιο Λευκωσίας, ο Στέλιος Μαυρομμάτης ανακόπηκε κατά την αποχώρηση από Άγγλο κάτοικο της περιοχής και συνελήφθη από τους δυο Άγγλους αεροπόρους. Καταδικάστηκε σε θάνατο και απαγχονίστηκε μαζί με τους Ανδρέα Παναγίδη και Μιχαήλ Κουτσόφτα. Αξιοζήλευτο είναι το θάρρος με το οποίο αντιμετώπισε την εκτέλεσή του και το οποίο ο ίδιος περιγράφει στις δυο τελευταίες του επιστολές.

Σε έρευνες που έκαμαν Άγγλοι στρατιώτες στο πατρικό του σπίτι, μετά την εκτέλεσή του, εκπυρσοκρότησε το όπλο ενός στρατιώτη πληγώνοντας την αδελφή του Μαρία στη σπονδυλική στήλη και καθηλώνοντάς την από τα 27 της χρόνια σε αναπηρική καρέκλα.

Ο Στέλιος Μαυρομμάτης στο κύκνειο άσμα του, ένα γράμμα προς την οικογένεια του λίγες ημέρες πριν τον κρεμάσουν , λέει μεταξύ άλλων: «Δεν θέλω μοιρολόγια και Θρήνους… θέλω να ξέρετε πως ο γιος και αδελφός σας πέθανε με το χαμόγελο στα χείλη, κρατώντας μέχρι τέλους τον όρκο τον ιερό που έδωσε: να θυσιαστεί για χάρη της ελευθερίας της Κύπρου».

Μιχαήλ Κουτσόφτας

Image removed.

O Μιχαήλ Κουτσόφτας Γεννήθηκε στο Παλαιομέτοχο, της επαρχίας Λευκωσίας, στις 12 Νοεμβρίου 1934 και απαγχονίστηκε από τους Άγγλους στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας στις 21 Σεπτεμβρίου 1956.

Ήταν παιδί της πολύτεκνης οικογένειας του Κυριάκου και Ελένης Κουτσόφτα και ήταν παντρεμένος με  την Ευγένια Κουτσόφτα

Ο Μιχαήλ Κουτσόφτας αποφοίτησε από το δημοτικό σχολείο Παλαιομετόχου και εργαζόταν σε νηματουργείο ως βαφέας. Με την έναρξη του αγώνα προσφέρθηκε να υπηρετήσει στις τάξεις της ΕΟΚΑ. Λόγω όμως της αριστερής ιδεολογίας του, αλλά και του ότι ήταν ορφανός από πατέρα και είχε τη μικρή του αδελφή ανύπανδρη, υπήρχαν επιφυλάξεις. Τελικά η σταθερή και αμετακίνητη επιμονή του έπεισε τον ιερέα Παλαιομετόχου Παπά Λευτέρη να τον ορκίσει.

Η πρώτη του δράση ήταν η ύψωση της ελληνικής σημαίας στην κορυφή των ευκαλύπτων στο κέντρο του χωριού του, την οποία κατέβαζαν οι Άγγλοι. Ένα βράδυ έκοψε, με το φίλο του Ανδρέα Παναγίδη, τα κλαδιά των ευκαλύπτων, για να μη μπορούν οι στρατιώτες να κατεβάσουν τη σημαία. Εκείνοι έκοψαν τα θεόρατα δέντρα από τη ρίζα.

Ο απαγχονισμός του Καραολή και του Δημητρίου αναστάτωσαν τον Κουτσόφτα τόσο πολύ που εγκατέλειψε τη δουλειά του και για μερικές μέρες κατόπτευε το αεροδρόμιο Λευκωσίας, όπου στάθμευαν Άγγλοι στρατιώτες, αναζητώντας τόπο και τρόπο να ανταποδώσει το πλήγμα. Σε συμβουλές της μάνας του να προσέχει, απάντησε :

"Για την ελευθερία της Κύπρου μας όλοι ανοίξαμε τα στήθη, μητέρα."

Στις 16 Μαΐου, έξι μέρες μετά την εκτέλεση του Καραολή και του Δημητρίου, αφού πέρασε από τον Παπά Λευτέρη και του ζήτησε να σταθεί προστάτης της αδελφής του, αν τυχόν συλληφθεί, έφυγε με τους φίλους του Ανδρέα Παναγίδη και Παρασκευά Χοιροπούλη, για το χώρο του αεροδρομίου Λευκωσίας, όπου επιτέθηκαν και σκότωσαν τον Άγγλο σμηναγό Πάτρικ Τζων Χέιλ μέσα στο γραφείο του. Καταδιώχθηκαν και συνελήφθησαν από αγγλικά στρατεύματα. Ο Μιχαήλ Κουτσόφτας και ο Ανδρέας Παναγίδης εκτελέστηκαν μαζί με το Στέλιο Μαυρομμάτη στις 21 Σεπτεμβρίου 1956. Ο Χοιροπούλης, επειδή ήταν ανήλικος, καταδικάστηκε σε ισόβια φυλάκιση.

Στην τελευταία επίσκεψη που είχε στις φυλακές ο  Μιχαήλ Κουτσόφτας, έλεγε στους γεμάτους αγωνία συγγενείς του: «Εγώ είμαι υπερήφανος που πεθαίνω για την πατρίδα. Το ίδιο να είστε και εσείς και να μη μαραζώνετε…». Όσοι ήταν παρόντες, μαρτυρούν ότι έγινε ο ακόλουθος διάλογος μεταξύ του μελλοθάνατου νέου και της τραγικής μητέρας του:

-Μάνα, αν είσαι Ελληνίδα, μην κλάψεις, γιατί ο γιος σου δεν είναι για κλάματα. Ο γιος σου τραβάει για τη δόξα και την τιμή.

Σκουπίζοντας τότε εκείνη τα δάκρυά της και συγκρατώντας την ανείπωτη οδύνη της, του λέει:

– Είμαι υπερήφανη για σένα γιε μου. Σε γέννησα για την πατρίδα και σε δίνω στην πατρίδα».

Ευαγόρας Παλληκαρίδης: Το τελευταίο τρίο απαγχονισμού

Τους στίχους έχει μελοποιήσει ο Μιχάλης Χριστοδουλίδης και είναι το τραγούδι «Ποτέ δεν θα πεθάνουνε» από το δίσκο «Των Αθανάτων», σε ερμηνεία των Γιώργου Νταλάρα, «Διάσταση» και Γιώργου Δημοσθένους.

Πηγή: ΣΙΜΑΕ