Τηλεόραση Ραδιόφωνο
Σαρλ Μισέλ

Τα πρόσφατα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αφήνουν την πόρτα ανοιχτή για την ΕΕ να παρέμβει στο Κυπριακό «εάν αισθανθούμε συλλογικά ότι θα ήταν χρήσιμο για τη διαδικασία», τόνισε ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, σε συνέντευξη που παραχώρησε σε ομάδα ευρωπαϊκών ΜΜΕ, μεταξύ τους και του ΚΥΠΕ, με αφορμή τη συμπλήρωση 20 χρόνων από τη μεγάλη διεύρυνση του 2004.

Ο κ. Μισέλ σημείωσε πως τα συμπεράσματα κάνουν λόγο για την ετοιμότητα της ΕΕ να χρησιμοποιήσει τα εργαλεία που έχει στη διάθεσή της, διατύπωση που όπως είπε είναι σκόπιμα ασαφής και «αφήνει την πόρτα ανοιχτή».

Απαντώντας σε ερώτηση του ΚΥΠΕ για το μέλλον του Κυπριακού, ο κ. Μισέλ υπογράμμισε πως «θέλουμε την καλύτερη δυνατή σχέση με την Τουρκία - αυτό είναι το συμφέρον της Τουρκίας, αυτό είναι το δικό μας συμφέρον - και παράλληλα, είμαστε αποφασισμένοι να δείξουμε ειλικρινή αλληλεγγύη προς την Κύπρο».

«Αυτή είναι η βάση για τα συμπεράσματα στα οποία έχουμε συμφωνήσει. Αυτό είναι ένα ξεκάθαρο μήνυμα που στείλαμε στους φίλους μας στην Κύπρο» πρόσθεσε, παραπέμποντας στα συμπεράσματα του έκτακτου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Απριλίου, όπου υπάρχουν αναφορές στον ρόλο του Κυπριακού ως παραμέτρου των σχέσεων ΕΕ - Τουρκίας, και για το πώς οι σχέσεις αυτές μπορούν να προχωρήσουν.

Κληθείς να σχολιάσει τη συμμετοχή της ΕΕ στην προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού, ο κ. Μισέλ τόνισε ότι «υπάρχει μια διαδικασία του ΟΗΕ (για διευθέτηση του Κυπριακού», για την οποία έχει συζητήσει «αρκετές άμεσα με τον Αντόνιο Γκουτέρες», ενώ αναφέρθηκε και στην συνάντηση που επρόκειτο να έχει την ίδια ημέρα (η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα) με την προσωπική απεσταλμένη του ΓΓ του ΟΗΕ γι ατο Κυπριακό.

«Τα συμπεράσματα είναι ξεκάθαρα» συνέχισε. «Είμαστε έτοιμοι να χρησιμοποιήσουμε εργαλεία, και αυτό είναι σκόπιμα ασαφές, αφήνει την πόρτα ανοιχτή, εάν αισθανθούμε συλλογικά ότι θα ήταν χρήσιμο για τη διαδικασία» σημείωσε.

«Δεν θέλω να προδικάσω» πρόσθεσε, συνεχίζοντας όμως πως «σε καλό συντονισμό με τις κυπριακές αρχές, με τα Ηνωμένα Έθνη, με την τουρκική πλευρά, με τα κράτη μέλη μας, παρακολουθούμε πολύ στενά τι μπορούμε να κάνουμε για να είμαστε χρήσιμοι, να αλλάξουμε την κατάσταση (to be transformative), να φέρουμε αποτελέσματα».

Σε ερώτηση του ΚΥΠΕ για την πορεία των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο κ. Μισέλ υπογράμμισε πως καθώς έχει υπάρξει για αρκετά χρόνια αρχικά μέλος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (ως πρωθυπουργός του Βελγίου) και στη συνέχεια Πρόεδρος του σώματος «έχω προσωπικά ιδέες λόγω της εμπειρίας μου για το πώς μπορούμε να ενισχύσουμε τις δημοκρατικές δυνάμεις της ΕΕ και επίσης την αποτελεσματικότητα της ΕΕ». Υπογράμμισε πάντως πως «αν η Συνθήκη της Λισαβόνας γινόταν ξανά πλήρως σεβαστή και γίνονταν σεβαστές οι θεσμικές ισορροπίες» η ΕΕ θα ήταν πιο αποτελεσματική.

Μιλώντας για τα 20 χρόνια από τη διεύρυνση του 2004, ο κ. Μισέλ υπογράμμισε πως λόγω της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία «υπάρχει μια αναζωογόνηση της στρατηγικής διεύρυνσης» η οποία αποτελεί «ξεκάθαρη γεωπολιτική επιλογή». Όπως είπε, τα τελευταία χρόνια λήφθηκαν θεμελιώδεις αποφάσεις προς την κατεύθυνση της διεύρυνσης, ιδιαίτερα σε σχέση με τα Δυτικά Βαλκάνια.

Υπενθυμίζοντας πως μιλώντας πρόσφατα στο Στρατηγικό Φόρουμ στο Μπλεντ της Σλοβενίας επανέλαβε την εκτίμησή του πως ΕΕ και οι υποψήφιες χώρες πρέπει να είναι έτοιμες μέχρι το 2030, δήλωσε πως για τις υποψήφιες χώρες αυτό σημαίνει πως «πρέπει να θέσουν σε εφαρμογή όλα όσα χρειάζονται για τον σεβασμό του κεκτημένου της ΕΕ, του κράτους δικαίου και της δικαιοσύνης».

Κληθείς να σχολιάσει ποια θεωρούσε πως ήταν η θετικότερη έκπληξη αλλά και η μεγαλύτερη πρόκληση από τη διεύρυνση του 2004, ο κ. Μισέλ σημείωσε αρχικά πως η θετικότερη εξέλιξη ήταν η οικονομική πρόοδος που σημείωσαν τα νέα κράτη μέλη μέσα σε λίγα χρόνια. Αυτό, συνέχισε, συνέβη επειδή «καταφέραμε να θέσουμε σε εφαρμογή μια διαδικασία με ρεαλιστικά βήματα, μεταξύ άλλων και σε πολύ ευαίσθητους τομείς όπως η γεωργία ή η κινητικότητα», με αποτέλεσμα το κατά κεφαλήν ΑΕΠ των νέων κρατών μελών να αυξηθεί το κατά κεφαλήν ΑΕΠ από 50% με 55% του μέσου όρου της ΕΕ σε 80% του κοινοτικού μέσου όρου, ενώ επεσήμανε και την πρόοδο που έγινε σε σχέση με την ανεργία.

Απαντώντας τι μπορεί να θεωρήσει ως απογοήτευση των τελευταίων 20 χρόνων, ο κ. Μισέλ προτίμησε να κάνει λόγο για «πρόκληση» παραπέμποντας την ενότητα της ΕΕ και στις δυσκολίες που αντιμετώπισαν σε αυτόν τον τομέα οι 28 και μετά 27 χώρες της ΕΕ. «Αλλά παρά τις προκλήσεις, παρά τις δυσκολίες, τους περιορισμούς, τα εμπόδια, τα καταφέρνουμε» συνέχισε, παραπέμποντας στην κοινή προσέγγιση που επιτεύχθηκε μεταξύ των 27 για την αντιμετώπιση της πανδημίας, καθώς και για την κλιματική αλλαγή και τις επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία.

Απαντώντας σε ερώτηση για το τι μαθήματα αντλεί η ΕΕ από τις περιπτώσεις της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, ο κ. Μισέλ σημείωσε πως «εργαζόμαστε για να ενισχύσουμε τα θεσμικά μας εργαλεία», παραπέμποντας στη συζήτηση που έγινε για να μπει στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αλλά και του νέου Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου, του μηχανισμού αιρεσιμότητας για το κράτος δικαίου.

Ερωτηθείς σχετικά με τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ΕΕ, ο κ. Μισέλ συνέδεσε την ανταγωνιστικότητα με τις επιπτώσεις της διεύρυνσης του 2004, σημειώνοντας πως πριν 20 χρόνια οι νέες χώρες «ξεκινούσαν από ένα δύσκολο σημείο», με «αδύναμες οικονομίες, με ευπάθειες στις χώρες αυτές», οι οποίες «μόνο σε λίγα χρόνια έκαναν ένα τεράστιο βήμα επειδή υπήρχε η επιλογή να ευθυγραμμιστούν με το κεκτημένο της ΕΕ». Όπως είπε, τα νέα κράτη μέλη δεν ευθυγραμμίστηκαν μόνο με τις αρχές του κράτους δικαίου αλλά εντάχθηκαν «σε έναν κοινό νομικό χώρο» που κατέστησε αναγκαία την πρόοδο «όσον αφορά τη συνοχή». Υπενθύμισε πως πριν την διεύρυνση του 2004 υπήρχαν ανησυχίες για τις επιπτώσεις της ένταξης της Πολωνίας στη γεωργία, όπως γίνεται σήμερα για την Ουκρανία.

Όσον αφορά την άμυνα, ο κ. Μισέλ σημείωσε πως πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία ήταν μια θεωρητική συζήτηση καθώς υπήρχε η εντύπωση πως η ΝΑΤΟϊκή ομπρέλα ήταν αρκετή. Στην πραγματικότητα, συνέχισε, η ΕΕ ήταν εξαρτημένη από τη ρωσική ενέργεια, από τα κινεζικά κρίσιμα υλικά και τις αλυσίδες εφοδιασμού, και πιθανώς «πολύ εξαρτημένοι από τις Ηνωμένες Πολιτείες για την ασφάλεια και την άμυνά μας». Πρόσφατα, λόγω μεταξύ άλλων και των ζητημάτων που προέκυψαν για τα κονδύλια των ΗΠΑ για την Ουκρανία, έγινε αντιληπτό πως «δεν είναι δεδομένο ότι οι ΗΠΑ θα είναι για πάντα σε θέση να υπερασπιστούν τα στρατηγικά συμφέροντα της ΕΕ όσον αφορά την ασφάλεια και την άμυνα».