Τηλεόραση Ραδιόφωνο
WhatsApp Image 2024-02-27 at 09.56.26_b5772d90

Στη χώρα μας, η οικογενειακή εστία ήταν παραδοσιακά κάτι περισσότερο από μία απλή κατοικία. Αντιπροσωπεύει ακρογωνιαίο λίθο της κοινωνικής μας δομής, στενά συνδεδεμένο με την ανάπτυξη και τη σταθερότητα του ίδιου του θεσμού της οικογένειας. Ιστορικά, η ιδιοκτησία σπιτιού έχει μεγάλη αξία, παρέχοντας όχι μόνο φυσικό καταφύγιο, αλλά και μια αίσθηση του ανήκειν, της ασφάλειας και της συνέχειας μεταξύ των γενεών. Αυτή η βαθιά ριζωμένη πολιτιστική σημασία καθιστά την προσβασιμότητα σε προσιτή κατοικία ζωτικής σημασίας για την υγεία και την ευημερία της κυπριακής οικογένειας.

Η κλιμακούμενη πρόκληση που θέτουν τα υψηλά επιτόκια και το αυξανόμενο κόστος ενοικίασης απειλεί αυτό το θεμελιώδες στοιχείο της κυπριακής κοινωνίας. Όσο αυτές οι οικονομικές πιέσεις αυξάνονται, τόσο η δυνατότητα των νέων οικογενειών να εξασφαλίσουν ένα σπίτι, σε ένα κρίσιμο βήμα στον κύκλο ζωής της οικογενειακής ανάπτυξης, τίθεται όλο και περισσότερο σε κίνδυνο. Είναι κρίσιμη η επαναξιολόγηση των πολιτικών στέγασης για τη διασφάλιση αυτού του ζωτικού θεσμού.

Η λύση στο πρόβλημα απαιτεί μια στοχευμένη πολιτική παρέμβαση που μετριάζει ενεργά τις επιπτώσεις αυτών των οικονομικών εμποδίων. Τα μέτρα που έχουν εφαρμοστεί μέχρι σήμερα δεν έχουν καταφέρει να αντιμετωπίσουν τη σοβαρότητα της κρίσης που εμμένει από το 2011. Μια κρίση που όχι μόνο διαιωνίζει την οικονομική δυσπραγία αλλά συμβάλλει έμμεσα και σε κοινωνικά ζητήματα όπως η υπογεννητικότητα.

Σε απάντηση στον οικονομικό ασφυκτικό κλοιό του πληθωρισμού και των αυξημένων επιτοκίων, που έχουν εκτοξεύσει το κόστος των νοικοκυριών κατά 30% έως 35% μέσα σε μόλις ένα χρόνο, είναι επιτακτική ανάγκη οι πολιτικές μας όχι μόνο να αντιδράσουν σε αυτές τις πιέσεις αλλά και να τις αποδομήσουν προληπτικά. Το ζήτημα της μη προσιτής στέγασης ξεπερνά τις απλές οικονομικές ανησυχίες και αγγίζει βαθιά τον κοινωνικό ιστό μας. Δεν επιβαρύνει, αλλά υπονομεύει επίσης τη σταθερότητα των οικογενειών, διαβρώνοντας την αίσθηση ασφάλειας και ευημερίας που παρέχει ένα σταθερό οικιακό περιβάλλον. Όταν οι οικογένειες επιβαρύνονται με υπερβολικό κόστος στέγασης, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένο άγχος και μείωση των πόρων για άλλες βασικές ανάγκες, όπως η εκπαίδευση και η διατροφή, οι οποίες είναι ζωτικής σημασίας.

Σύμφωνα με τα ευρέως αποδεκτά πρότυπα οικονομικής προσιτότητας της στέγασης, μια οικογένεια θα πρέπει ιδανικά να δαπανά όχι περισσότερο από το 30% του εισοδήματός της για στέγαση. Οι δαπάνες πέραν αυτού του ορίου αναγνωρίζονται ως οικονομικά επαχθείς, οδηγώντας συχνά σε αυτό που είναι γνωστό ως "επιβαρυμένα" νοικοκυριά. Αυτή η οικονομική επιβάρυνση περιορίζει την ικανότητά τους να συσσωρεύουν αποταμιεύσεις και να επενδύουν στο μέλλον τους, διαιωνίζοντας περαιτέρω τους κύκλους της κοινωνικής και οικονομικής ανισότητας. Επομένως, η αντιμετώπιση της οικονομικής προσιτότητας της στέγασης δεν αποτελεί απλώς μια οικονομική επιταγή, αλλά μια κρίσιμη κοινωνική στρατηγική για τη βελτίωση της συνολικής ποιότητας ζωής και την προώθηση της κοινωνικής ισότητας.

Η πρόσφατη παρουσίαση των νέων μέτρων της κυβέρνησης για τη στεγαστική πολιτική φανερώνουν μια προς τη σωστή κατεύθυνση προσέγγιση, που όμως είναι ιδιαίτερα σύνθετη και δυσλειτουργική. Τα μέτρα αυτά καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα, συμπεριλαμβανομένης της ανακαίνισης και της ενοικίασης αδρανών κατοικιών, της φορολογικής ελάφρυνσης του προσιτού εισοδήματος από ενοίκια και των αυξημένων εκπτώσεων κεφαλαίου. Ωστόσο, η πρακτική εφαρμογή και ο δυνητικός αντίκτυπος αυτών των μέτρων εγείρουν αρκετές ανησυχίες.

Η πολυπλοκότητα και τα αυστηρά κριτήρια των περισσότερων μέτρων, ενδέχεται να τα καταστήσουν απρόσιτα σε σημαντικό τμήμα του πληθυσμού. Για παράδειγμα, τα προγράμματα κινήτρων ανακαίνισης που ενώ θεωρητικά παρουσιάζουν ενδιαφέρον, με μία πιο βαθιά ανάλυσή τους φανερώνει περιοριστικούς όρους και αυστηρές προθεσμίες ολοκλήρωσης της ανακαίνισης, που αποθαρρύνουν τη συμμετοχή των ιδιοκτητών ακινήτων. Επιπλέον, η οικονομική στήριξη που προσφέρεται στο πλαίσιο αυτών των καθεστώτων ενδέχεται να μην είναι επαρκή αφού τα ποσά που δίνονται κυμαίνονται από 15.000 έως 35.000 ευρώ.

Για την αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων, οι πολιτικές στέγασης πρέπει να εξετάσουν απλές και ουσιαστικές λύσεις. Για τον έλεγχο των ενοικίων που ενθαρρύνουν τόσο την επέκταση της προσφοράς κατοικιών όσο και την οικονομική προσιτότητα χωρίς να καταπνίγουν τη δυναμική της ανάπτυξης στο τόπο. Η απλούστευση των κανονισμών, η παροχή κινήτρων για νέες αναπτύξεις. Η συμμετοχή σε συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για την τόνωση της κατασκευής κατοικιών, θα μπορούσαν να προσφέρουν πιο βιώσιμες και αποτελεσματικές λύσεις για την κρίση της οικονομικής προσιτότητας των κατοικιών. Ευθυγραμμιζόμενες καλύτερα με τις οικονομικές αρχές και τις συνθήκες της αγοράς.

Για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η αυξανόμενη κρίση οικονομικής προσιτότητας της κατοικίας, η στρατηγική της κυβέρνησης θα πρέπει να στραφεί προς την απλούστευση και την ενίσχυση των μέτρων από την πλευρά της προσφοράς. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει την επέκταση του συντελεστή δόμησης για τα οικιστικά κτίρια και τον εξορθολογισμό της γραφειοκρατικής διαδικασίας.

Μια σύμπραξη με τις τράπεζες, υπό τη μορφή επιστροφής της κρατικής στήριξης που δέχθηκαν τη προηγούμενη δεκαετία, στη δημιουργία ενός ταμείου που θα χρηματοδοτείται από τα κέρδη των αυξημένων επιτοκίων θα μπορούσε να προωθήσει την εκτεταμένη ανάπτυξη προσιτών κατοικιών. Το ταμείο αυτό θα πρέπει να συνεργαστεί με τον ΚΟΑΓ για την αντιγραφή των επιτυχημένων μοντέλων που παρατηρούνται στις ευρωπαϊκές πόλεις, εστιάζοντας σε λύσεις βιώσιμης στέγασης μεγάλης κλίμακας και όχι σε αποσπασματικές προσπάθειες. Τέτοια στοχευμένα και απλουστευμένα μέτρα είναι απαραίτητα για να υπάρξει απτός αντίκτυπος στην αγορά κατοικίας, ευθυγραμμιζόμενα στενότερα με τις θεμελιώδεις οικονομικές δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης. Διασφαλίζοντας ότι η ανάπτυξη και η μεγέθυνση δεν θα έρθουν σε βάρος της προσβασιμότητας και της οικονομικής προσιτότητας.

Μάριος Ηλία

Οικονομολόγος

Εκλεγμένο Μέλος Πολιτικού Γραφείου ΔΗΣΥ