Τηλεόραση Ραδιόφωνο
βαρωσι

Πέρασαν 48 ολόκληρα χρόνια, μα δεν ξέχασε ποτέ το μαύρο εκείνο καλοκαίρι που σημάδεψε για πάντα τη ζωή της. Ούτε τα καλοκαίρια πριν το 1974 τα ξέχασε, έμειναν για πάντα ριζωμένα στο μυαλό και στην καρδιά της. Η κυρία Κατερίνα τα θυμάται όλα, σαν να ήταν χθες, σαν να μη πέρασε μια μέρα, λες και δεν πέρασαν 48 χειμώνες και καλοκαιρία.

Ένα μέρος του εαυτού της βρίσκεται ακόμα στο Βαρώσι, σε εκείνες τις γειτονιές, σε εκείνες τις αγορές, σε εκείνη τη ζωή που της άρπαξαν τόσο βίαια, χωρίς να τη ρωτήσουν, χωρίς να καταλάβει ποτέ πραγματικά το γιατί. Κανέναν δεν ρώτησαν, κανένας δεν κατάλαβε ποτέ πραγματικά το γιατί.

Έφυγε από τον τόπο της το ’74 και δεν είχε τη δύναμη να επιστρέψει ποτέ. Δεν μπορεί, λέει, να αντικρίσει το σπίτι της, τη γειτονιά της, τα στέκια τα παλιά της και να μην είναι όπως τότε… γεμάτα φωνές, κόσμο και χρώματα. Επέλεξε να κρατήσει στη μνήμη της το Βαρώσι όπως αυτή το θυμάται, ζωντανό, πολύβουο και κοσμοπολίτικο, «πλούσιο» από αναμνήσεις και αρώματα μιας άλλης εποχής.

βαρωσι
 
«Νομίζαμε ότι όλο αυτό θα τελειώσει και θα επιστρέψουμε πίσω, αλλά δεν τελείωσε και δεν επιστρέψαμε ποτέ…»

Τα χρόνια πριν την εισβολή  και το σπίτι στο Βαρώσι

Πριν την τουρκική εισβολή της 20ης Ιουλίου του 1974 η ζωή στο Βαρώσι κυλούσε όμορφα και ομαλά. Μπορεί εκείνες οι εποχές να μην ήταν εύκολες λόγω της φτώχιας, αλλά οι άνθρωποι τότε δεν χρειάζονταν πολλά για να είναι ευτυχισμένοι, παρά μόνο τα πραγματικά απαραίτητα, δηλαδή στέγη και ένα πιάτο φαγητό στο τραπέζι.

βαρωσι

Η κυρία Κατερίνα μας περιγράφει το σπίτι στο Βαρώσι και νοσταλγεί τις μέρες που ζούσε εκεί με την οικογένεια της. Επρόκειτο για ένα μικρό σπίτι με μεγάλη αυλή στο πίσω μέρος, ίσα, ίσα που χωρούσε τα επτά παιδιά και τους δύο γονείς της οικογένειας. Είχε μόλις δύο υπνοδωμάτια, στο ένα εκ των οποίων κοιμόντουσαν τα βράδια οι γονείς της κυρίας Κατερίνας μαζί με τα τρία μικρά αδέρφια της. Το άλλο υπνοδωμάτιο είχε δύο διπλά κρεβάτια, στο ένα κοιμότανε η κυρία Κατερίνα με την αδερφή της και στο άλλο τα άλλα δύο αγόρια της οικογένειας.

βαρωσι

Τον χρόνο τους τον περνούσαν κυρίως στη μεγάλη βεράντα του σπιτιού που είχε θέα την αυλή, η οποία διέθετε όλων των λογιών τα δέντρα: συκιά, λεμονιά, μανταρινιά και ελιά. Εκεί είχαν και κλουβιά για τα κουνέλια και τις κότες. «Ήταν μεγάλη υπόθεση τότες να έχεις κουνέλια», είπε η κυρία Κατερίνα.

Οι γονείς της τον περισσότερο χρόνο δούλευαν σκληρά, ο πατέρας της εργαζόταν στο Δημαρχείο Αμμοχώστου και η μητέρα της μια περίοδο δούλευε σε αποθήκες εργοστασίου παρασκευής πατατών και κατά την εισβολή σε ένα ξενοδοχείο.

Η κυρία Κατερίνα, αν και πολύ καλή μαθήτρια, τελείωσε το Δημοτικό και μετά έπιασε και εκείνη δουλειά για να βοηθήσει την οικογένεια της. Οι γονείς της δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν οικονομικά γι’ αυτό και «αγνόησαν» τον δάσκαλο της που έφτασε μέχρι την πόρτα τους για να τους παρακαλέσει να στείλουν την κυρία Κατερίνα στο γυμνάσιο.

Δεν είχε παράπονο όμως, άλλοι περνούσαν πιο δύσκολα, όπως μας είπε.

Τελειώνει λοιπόν το Δημοτικό και πάει ένα χρόνο στη θεία της να μάθει ράψιμο. Το αγαπούσε πολύ το ράψιμο, από όταν ήταν πιτσιρίκα το αγαπούσε. Θυμάται που παρακολουθούσε με προσοχή τη μητέρα της μαζί με την μεγάλη της αδερφή να ράβουν και στη συνέχεια έτρεχε πίσω στην αυλή για να ράψει και εκείνη με τη σειρά της ρούχα για τις κούκλες της.

Αφού έμαθε την τέχνη από τη θεία της, έκατσε ένα, δύο χρόνια στο σπίτι να προσέχει τα μικρά της αδέρφια και μετά έπιασε δουλειά σε εργοστάσιο παρασκευής καλτσόν. 
Για να πάει στο εργοστάσιο περπατούσε μισή ώρα το πρωί και μισή ώρα το απόγευμα που σχόλαγε. Όταν επέστρεφε σπίτι, ξεκινούσε καθάρισμα και μαγείρεμα, μιας και η μητέρα της δούλευε μέχρι αργά το βράδυ.

βαρωσι

«Δεν ήταν εύκολα χρόνια, αλλά δεν μας έλειψε τίποτα», αυτό λέει και ξανά λέει κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας.

Όλα αυτά όμως αποτέλεσαν παρελθόν μετά το μαύρο εκείνο καλοκαίρι του 74’ που θυμάται μέχρι σήμερα και βουρκώνει. Η κυρία Κατερίνα ήταν τότες 16 χρονών…

Οι μέρες το φόβου

Οι μέρες του φόβου είχαν ξεκινήσει από το πραξικόπημα της 15ης  Ιουλίου του 1974, με σκοπό την ανατροπή του τότε Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρχιεπισκόπου Μακάριου Γ’ και την επίτευξη ένωσης με την Ελλάδα.

Εκείνη τη μέρα η κυρία Κατερίνα βρισκόταν στη δουλειά, όταν γύρω στις 09:30 το πρωί έκανε το καθιερωμένο της διάλειμμα και άκουσε τις ειδήσεις στο ραδιόφωνο…

«Βούιξε ο τόπος, ότι πέθανε ο Μακάριος, ήμασταν όλοι φοβισμένοι, ήρθε ο μάστρος μας και μας είπε να τα κλείσουμε και να πάμε όλοι σπίτια μας. Από τον φόβο μου στη διαδρομή έχασα τις παντόφλες μου και έτρεχα ξυπόλητη».

Από εκείνη τη μέρα όλα άλλαξαν, η κυρία Κατερίνα δεν πήγε ξανά στη δουλειά, ο κόσμος δεν χαμογελούσε πια μονό φοβόταν για το τι θα ακολουθήσει.

Λίγες ημέρες αργότερα ξεκίνησε η τουρκική εισβολή. Οι γονείς της κυρίας Κατερίνας συνέχισαν να δουλεύουν, ο πατέρας της στο Δημαρχείο η μητέρα της στο ξενοδοχείο «Sunday Beach», το οποίο είχε μετατραπεί σε νοσοκομείο.

Εκείνες οι μέρες ήταν πολύ δύσκολες, όπως μας περιγράφει η κυρία Κατερίνα… Υπήρχε ένα κλίμα αβεβαιότητας, ένας – ένας έφευγε από το Βαρώσι και ο πατέρας της προσπαθούσε να βρει τρόπο να μεταφέρει την οικογένεια του σε ένα ασφαλές μέρος, προτού οι Τούρκοι μπουν μέσα στην πόλη. Δεν είχαν αυτοκίνητο ή κάποιο μεταφορικό μέσο και αυτό καθυστέρησε πολύ τη φυγή τους από την πόλη.

Όσον έμεναν εκεί όμως έπρεπε να προσέχουν, γιατί ο Αττίλας παραμόνευε. Τα πρωινά που οι γονείς της κυρίας Κατερίνας δούλευαν, άμα άκουγαν σφαίρες και βόμβες, έτρεχαν να κρυφτούν στο γκαράζ που βρισκόταν στο απέναντι περβόλι.

Μια ημέρα, θυμάται, ένα στρατιωτικό όχημα με Κύπριους στρατιώτες σημάδεψε ένα αεροπλάνο του Αττίλα, το οποίο εντόπισε τη θέση τους και ξεκίνησε την αντεπίθεση.

«Ακούγαμε τις σφαίρες να περνούν μέσα από τα φύλλα των δέντρων. Φοβηθήκαμε πολύ εκείνη τη μέρα», μας δήλωσε.

βαρωσι

Οι φωτογραφίες με Τούρκους στρατιώτες

Όταν πλησίαζαν οι μέρες για να φύγουν από το Βαρώσι, ο πατέρας της κυρίας Κατερίνας την έστειλε μαζί με τα αδέρφια της να πάει στο σπίτι της θείας της, που ήταν μερικά τετράγωνα πιο κάτω για να δουν αν είναι ακόμα εκεί. Στη διαδρομή πέρασε ένα στρατιωτικό όχημα και από αυτό «ξέφυγαν» ορισμένες φωτογραφίες.

Όπως μας είπε η κυρία Κατερίνα, η μια φωτογραφία απεικόνιζε άνδρες της Πολιτικής Άμυνας της Τουρκίας που σχημάτιζαν με τα σώματα τους την Κύπρο, ενώ οι άλλες απεικόνιζαν Τούρκους στρατιώτες που έκαναν γυμνάσια.

Αν και η κυρία Κατερίνα είχε μαζέψει εκείνες τις φωτογραφίες από τον δρόμο για να τις δείξει στον πατέρα της, δεν ξέρει τι απέγιναν αφού όταν ξεριζώθηκαν τόσο βίαια από το σπίτι τους, οι φωτογραφίες έμειναν πίσω μαζί με όλα τα υπάρχοντα τους.

Η τελευταία κούρσα στο Βαρώσι

Όσο οι μέρες περνούσαν, ο πόλεμος αγρίευε και η ανάγκη για άμεση φυγή από το Βαρώσι γινόταν όλο και πιο επιτακτική.

Ο πατέρας της κυρίας Κατερινάς προσπαθούσε να βρει τρόπο να φυγαδεύσει την οικογένεια του, αλλά αδυνατούσε να βρει λύση. Ώσπου μια μέρα ένας ανιψιός του, που ήταν στρατιώτης, τον προειδοποίησε ότι πρέπει να φύγουν άμεσα από την πόλη γιατί οι Τούρκοι βρίσκονταν μια ανάσα από το να εισβάλουν στο Βαρώσι.

Ο πατέρας της κυρίας Κατερίνας έπρεπε να δράσει άμεσα, είχαν μείνει σχεδόν μόνοι τους στο Βαρώσι και οι πιθανότητες να εξεύρουν μεταφορικό μέσο στέρεψαν. Ο θείος της κυρίας Κατερίνας είχε μια μοτοσικλέτα, η οποία αποτελούσε πλέον τη μόνη επιλογή για να φύγουν από την πόλη. Η πρώτη κούρσα έγινε με την κυρία Κατερίνα και την μικρή της αδερφή. Προορισμός ήταν το Παραλίμνι, το οποίο ήταν σχετικά κοντά από το Βαρώσι και εκεί είχαν σπίτι συγγενείς της οικογένειας.

Την ίδια μέρα ο θείος της κυρίας Κατερίνας έκανε και δεύτερη κούρσα για να φέρει άλλους δύο από την οικογένεια, δεν προλάβαινε όμως να κάνει κι άλλη διαδρομή γιατί νύχτωσε και μπήκε σε εφαρμογή το κέρφιου. Είχαν μείνει πίσω ο πατέρας της κυρίας Κατερίνας και τα δύο αδέρφια της. Όταν ξημέρωσε ο θείος ξεκίνησε με αυτοκίνητο που είχαν οι συγγενείς στο Παραλίμνι για να μεταφέρει και τους υπόλοιπους εκεί.

Κανείς δεν πίστευε ότι εκείνη η κούρσα θα ήταν και η τελευταία στο Βαρώσι.

«Νομίζαμε ότι όλο αυτό θα τελειώσει και θα επιστρέψουμε πίσω, αλλά δεν τελείωσε και δεν επιστρέψαμε ποτέ…», δήλωσε η κυρία Κατερίνα.

βαρωσι

Οι ημέρες που ακολούθησαν ήταν μέρες φόβου και αβεβαιότητας. Η οικογένεια έμεινε για κάποιες ημέρες στο σπίτι της νονάς της κυρίας Κατερίνας μέχρι που ακούστηκε ότι οι Τούρκοι θα έμπαιναν και στο Παραλίμνι. Μαζεύτηκαν λοιπόν, κάμποσες οικογένειες και μεταφέρθηκαν σε ένα ξωκκλήσι, εκείνο των Αγίων Αναργύρων, όπου έμειναν αρκετό καιρό μέχρι να κοπάσει το κακό. Ένα κακό που δεν κόπασε ποτέ…

Θυμάται που κοιμόντουσαν στο έδαφος, μέσα στο ξωκκλήσι οι γυναίκες, έξω από το ξωκκλήσι οι άνδρες. Τα βράδια οι μεγάλοι μιλούσαν για τον πόλεμο, την ώρα που τάχα μου τα παιδιά κοιμόντουσαν. Εκείνες τις μέρες όμως δεν κοιμόταν κανείς.

«Ακούγαμε τους μεγάλους και φοβόμασταν, δεν ξέραμε τι θα μας ξημερώσει», είπε με πόνο στη ψυχή η κυρία Κατερίνα.

48 ολόκληρα χρόνια μετά και οι μνήμες δεν έσβησαν. Πως να σβήσουν άλλωστε; Η τουρκική εισβολή έγινε πληγή, μια βαθιά πληγή στα κορμιά αυτών των ανθρώπων που αποτελούν τη ζωντανή ιστορία του τόπου μας. Η κυρία Κατερίνα νιώθει τυχερή, γιατί εκείνη δεν έζησε, λέει, άσχημα πράγματα. Άκουσε για ιστορίες φριχτές που βιώσαν άλλοι, ειδικά κορίτσια και γυναίκες στην Κερύνεια…48 ολόκληρα χρόνια πέρασαν από τότες και η κυρία Κατερίνα περιμένει ακόμα να επιστρέψει στο Βαρώσι της. «Η ελπίδα δεν θα πεθάνει ποτέ», είπε και βούρκωσε. Και μαζί με την κυρία Κατερίνα βουρκώνει όλη η Κύπρος, που 48 χρόνια μετά παραμένει ακόμα σκλαβωμένη και μοιρασμένη.