Τηλεόραση Ραδιόφωνο

13 Απριλίου 1974, Πάσχα. Τα παιδιά τρέχουν πάνω κάτω στις γειτονιές, ανέμελα και ξέγνοιαστα. Παίζουν, σφυρίζουν, γελούν και «γεμίζουν» τους δρόμους με παιδικές φωνές και αθώα χαμόγελα.  Κυριακή της Αναστάσεως. Οι οικογένειες μαζεύονται στα σπίτια για να φάνε τις φλαούνες και τη σούβλα. Τίποτα δεν προμήνυε τι θα ακολουθούσε τρεις μήνες αργότερα.

4 Μαΐου 1975, Πάσχα. Τα παιδιά δεν τρέχουν πια στις γειτονιές, κοιμούνται σε αντίσκηνα στους προσφυγικούς καταυλισμούς. Οι οικογένειες δεν μαζεύονται πια στα τραπέζια, κάποιοι αγνοούνται και κάποιοι περιμένουν. Γέμισαν τα πρόσωπα με ρυτίδες και τα χέρια με φωτογραφίες αγνοουμένων, αγαπημένων προσώπων.

Ο χρόνος στην Κύπρο σταμάτησε να κυλά εκείνη τη μαύρη μέρα. Το καλοκαίρι του 1974 βάφτηκε με χρώματα μελανά αφού ο Αττίλας εισέβαλε από αέρος και θαλάσσης στην Κύπρο. Από τότε ο λαός της Κύπρου περιμένει καρτερικά την Ανάσταση του πολύπαθου νησιού. Κάποιοι δεν μπόρεσαν να σβήσουν τις μνήμες, κάποιοι δεν το θέλησαν. Είναι ζωντανοί και θυμούνται, βλέπουν καθημερινά τον κατεχόμενο Πενταδάχτυλο και ο πόνος βαραίνει τη ψυχή τους. Από εκείνο το μαύρο καλοκαίρι κάποιοι συμπατριώτες μας δεν ξανά βιώσαν ποτέ ξανά καμία γιορτή με τον ίδιο τρόπο. Τη σταύρωση του Χριστού τη συμβόλισαν με τη «σταύρωση» του νησιού μας και από τότε μέχρι σήμερα αναμένουν διακαώς την Ανάσταση του.

 

*Προσφυγικός καταυλισμός στον Στρόβολο

 

Το Πάσχα του ’74 στον κυπριακό Τύπο

13 Απριλίου,1974, Μεγάλο Σάββατο. Οι εφημερίδες της εποχής γράφουν για τα έθιμα και τις παραδόσεις. Στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων η συνάντηση που ζήτησε ο τότε Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρυ Κίσινγκερ από τον Τούρκο ομόλογο του, Γκιούνες Γουρχάν. Μεταξύ των θεμάτων που θα συζητούσαν βρίσκονταν ψηλά στην ατζέντα και το Κυπριακό, χωρίς να υπάρχουν λεπτομέρειες για το τι επρόκειτο να λεχθεί. Παρόλα, αυτά δεν υπήρχε ούτε και ένα σημάδι που να μαρτυρούσε ότι θα γινόταν η τουρκική εισβολή.

 

«Ανάστα Πατρίς μου»

3 Μαΐου 1975, Μεγάλο Σάββατο. Ένα συγκλονιστικό άρθρο βρίσκεται στο Πρωτοσέλιδο της κυπριακής εφημερίδας «Ελεύθερος Λαός», το οποίο τιτλοφορείται «Ανάστα Πατρίς μου». Ο λαός της Κύπρου μετά την τουρκική εισβολή περιμένει καρτερικά την Ανάσταση του πολύπαθου νησιού.

 

«Ανάστα Πατρίς μου. Η επί του ξύλου του μαρτυρικού σταυρού της κρεμάμενη σήμερον πατρίς, αποτελεί τη δραματικωτέραν μετουσιώσιν του συγκλονιστικώτερου συμβολισμού των αιώνων. Μέσα στον ανήκουστον πόνον της, μέσα εις το βιβλικόν πάθος και στην συνταρακτικήν αγωνία της η κυπριακή πατρίς κλαίει δια την προδοσία και οδύρεται δια το τρομερόν άγος εις το οποίον εβιθίσθη χωρίς να πταίη, χωρίς να το αναμένη, χωρίς να το διαισθανθή», αναφέρεται χαρακτηριστικά. 

 

«Το πρώτο Πάσχα στους καταυλισμούς»

 

 

7 Μαΐου 1975. Πρωτοσέλιδο στην κυπριακή εφημερίδα Φιλελεύθερος το «Πρώτο Πάσχα στους Καταυλισμούς». Στα δεξιά συγκλονιστικές φωτογραφίες από δύο μικρά προσφυγόπουλα που τσουγκρίζουν αυγά στον προσφυγικό καταυλισμό Σταυρού στον Στρόβολο. Στη μέση φωτογραφίες από την καθιστική εκδήλωση που έγινε την Κυριακή του Πάσχα το 1975 για τους αγνοούμενους. Στα αριστερά φωτογραφίες από την επίσκεψη του τότε Προεδρεύων της Δημοκρατίας, Τάσου Παπαδόπουλου, ο οποίος επισκέφθηκε τον προσφυγικό καταυλισμό στη Σταυρού και μοίρασε πασχαλινά δώρα.

 

*Προσφυγικός Καταυλισμός στον Στρόβολο

 

Τρεις μαρτυρίες στο ant1.com.cy για το Πάσχα του ‘75

Τρεις πρόσφυγες περιγράφουν στο ant1.com.cy πως βίωσαν τον Πάσχα του 1975 και μιλούν για το αν περίμεναν ένα χρόνο πριν τα όσα συγκλονιστικά γεγονότα ακολούθησαν στη συνέχεια.

 

«Όπου και αν πήγα δεν είναι τίποτα το ίδιο όπως στο χωριό μου»

Το Πάσχα του 1975, η Σοφία Βενιαμίν ήταν μόλις 18χρονών και μητέρα δύο παιδιών. Δεν περίμενε ποτέ ένα χρόνο πριν πως θα γινόταν η τουρκική εισβολή. Όλα άλλαξαν μέσα σε μια στιγμή, εκδιώχθηκε από το χωριό που έζησε όλη της τη ζωή, τον Γερόλακκο και το σπίτι της χάθηκε μετά από βομβαρδισμούς του τουρκικού στρατού.

Τα πρώτα χρόνια μετά την εισβολή ήταν πολύ δύσκολα για εκείνη, δεν είχε στέγη πάνω από το κεφάλι της και πήγαινε από τόπο σε τόπο, μα μέχρι να βρει ένα αποκούμπι έφευγε πάλι. Η ψυχή της ήταν πολύ βαθιά πληγωμένη από το ξεριζωμό και οι γιορτές έμειναν για πάρα πολλά χρόνια ξεχασμένες στο μπαούλο των παιδικών χρόνων που τέλειωσαν απότομα ένα μαύρο καλοκαιρινό πρωινό.

«Όταν έγινε ο πόλεμος δεν είχε ο κόσμος όρεξη να τηρήσει τα έθιμα. Εμείς δεν μείναμε σε ένα τόπο. Μέναμε σε σχολεία για τρία-τέσσερα χρόνια και συνέχεια αλλάζαμε τόπο. Δεν γιορτάζαμε στον τόπο μας», αναφέρει μεταξύ άλλων.

Μετά από χρόνια «νομαδικής» ζωής» η κυρία Σοφία μετεγκαταστάθηκε στην Πόλη Χρυσοχούς της Πάφου. Όλα ήταν διαφορετικά και ποτέ δεν θα ξανά είναι τα ίδια όπως στον τόπο που μεγάλωσε. «Ήμασταν χαμένοι. Όπου και αν πήγα δεν είναι τίποτα το ίδιο όπως στο χωριό μου. Είχαμε τα έθιμα μας, κάναμε τις φλαούνες, τα τσουρέκια και τις σούβλες μας», σημειώνει χαρακτηριστικά.

Τρεις ημέρες διαρκούσε ο εορτασμός του Πάσχα στο Γερόλακκο σύμφωνα με την κυρία Σοφία, η οποία δηλώνει πως έτρεχαν στις γειτονιές και έπαιζαν με τους συγχωριανούς της μέχρι να βραδιάσει.

 

Στη ξενιτιά βρήκε το Πάσχα του ’75 τον Χριστάκη Πασχάλη

Στη ξενιτιά βρήκε το Πάσχα του 1975 τον Χριστάκη Πασχάλη από το Κάτω Δίκωμο. Πριν να ξεσπάσει η εισβολή είχε τη δουλειά του, τις υποχρεώσεις του και μια όμορφη καθημερινότητα στο χωριό. Μετά την τουρκική εισβολή όμως η ζωή του άλλαξε ριζικά. Αναγκάστηκε να ξενιτευτεί για να ζήσει την οικογένεια του, για να της προσφέρει ένα καλύτερο μέλλον. Έτσι, όταν η εταιρεία στην οποία εργαζόταν προ εισβολής (στην Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία που διέθετε τσιμεντοποιεία) συνεργάστηκε με αντίστοιχη εταιρεία στη Βουλγαρία, ο ίδιος άρπαξε την ευκαιρία. Μαζί με τα λιγοστά υπάρχοντα του μετέβη στη Βουλγαρία για να εργαστεί ως Οικονομικός Υπεύθυνος της εταιρείας. Δεν ξέχασε ποτέ όμως την πατρίδα του, την Κύπρο, ο λυγμός που τον έσφιγγε στο στήθος δεν τον άφησε.

Ο Χριστάκης Πασχάλη δεν ήταν ο μόνος που ξενιτεύτηκε, μιας, και όταν ξέσπασε ο πόλεμος με τα δεινά που προκάλεσε αρκετοί Κύπριοι είχαν μεταβεί στο εξωτερικό για εργασία ώστε να βοηθήσουν τις οικογένειες τους να επιβιώσουν οικονομικά.

Με τις μνήμες του πολέμου νωπές ο κυπριακός λαός γιόρτασε μόνο από θρησκευτικής πλευράς το Πάσχα του 1975. «Περιμέναμε από ώρα σε ώρα ότι θα γίνει κάτι και θα μπορούσαμε να επιστρέψουμε πίσω στους τόπους μας. Χάσαμε τα σπίτια και την περιουσία μας.  Είχαμε πολλά οικονομικά προβλήματα και δεν υπήρχαν δουλειές», τονίζει ο κ. Πασχάλη.  

Παρά τα δεινά που «έδερναν» το νησί μας, τα επόμενα χρόνια οι Κύπριοι κατάφεραν να ξανασταθούν στα πόδια τους. Μπορεί κάποιες καρέκλες να παρέμειναν άδειες και να μην ξαναγέμισαν ποτέ, η ελπίδα, από τότε μέχρι σήμερα δεν έσβησε.

«Παρά τα δεινά που είχαμε, υπήρχε επιθυμία να τηρούμε τα έθιμα. Έτσι και κάναμε την προσπάθεια με λιγότερα αγαθά και είδη κατανάλωσης να γιορτάσουμε όσο μπορούμε. Είχαμε την καλή ανάμνηση όσων ζήσαμε τα προηγούμενα χρόνια», υπογραμμίζει ο κ. Πασχάλη.

Τα επόμενα χρόνια ο Χριστάκης Πασχάλη εγκαταστάθηκε στη Ψιμολόφου με άλλους Δικωμίτες και προσπάθησαν να ξεκινήσουν τη ζωή τους από την αρχή.

Ο ίδιος με άλλους τέσσερις ίδρυσαν την Παγκύπρια Ένωση Προσφύγων (ΠΕΠ). Διετέλεσε από το 2004-2016 Πρόεδρος της της ΠΕΠ, ενώ υπήρξε για πολλά χρόνια μέλος της Εκτελεστικής Γραμματείας. Στόχος τους να οργανωθεί η προσωρινή όπως την αποκαλούν μέχρι και σήμερα διαμονή μακριά από τα σπίτια τους.

«Προσπαθούσαμε να δίνουμε μια νότα αισιοδοξίας στον κόσμο με την ελπίδα για καλύτερες μέρες. Δεν ήρθαν ακόμα οι καλύτερες μέρες. Όμως δεν θα ξεχάσουμε και θα περιμένουμε μέχρι να έρθουν. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Θα συνεχίζω να προσφέρω συμβουλές και βοήθεια στους πρόσφυγες μέχρι την επιστροφή», αναφέρει ο κ. Πασχάλη.

 

Σε συγγενικά σπίτια πέρασε το Πάσχα του ’75 ο Χριστάκης Βιολάρης

Σε συγγενικά σπίτια έμενε με την οικογένεια του το Πάσχα του 1975 ο Χριστάκης Βιολάρης από το Κάτω Δίκωμο, ο οποίος διετέλεσε για αρκετά χρόνια Δήμαρχος Λακατάμιας. Ζούσε στην προσφυγιά μαζί τη γυναίκα και την μόλις ενός έτους κόρη του. Δεν υπήρχε χρόνος μα μήτε διάθεση για εορτασμούς, ένα σύννεφο μαρασμού είχε σκεπάσει το διαιρεμένο νησί.

«Φύγαμε πρόσφυγες και ζούσαμε σε συγγενικά σπίτια. Ήταν μια κατάσταση πολύ άσχημη και δεν μπορούσαμε να κάνουμε Πάσχα. Φύγαμε με τα ρούχα που φορούσαμε», επισημαίνει μεταξύ άλλων.

Όταν ξέσπασε ο πόλεμος ήταν νιόπαντρος και είχε αποκτήσει με τη γυναίκα του ένα κοριτσάκι. Πρόλαβαν να ζήσουν μόνο έξι μήνες στο σπίτι που είχαν αγοράσει για να μείνουν την υπόλοιπη τους ζωή. Πήραν άρον άρον όλα τους τα υπάρχοντα και μπήκαν στα λεωφορεία με άγνωστο προορισμό.

Ο κ. Βιολάρη, αναγκάστηκε να χωριστεί τον πρώτο καιρό από την οικογένεια του, καθώς, ήταν έφεδρος και έπρεπε να ανεβεί στον Πενταδάκτυλο. 

Όπως μας περιγράφει «μετά την εισβολή οι Τούρκοι βγήκαν στο Πενταδάκτυλο, αρχίσαν να χτυπούν και αρχίσαμε να φεύγουμε. Πήγα στρατιώτης με άλλους χωριανούς στον Πενταδάκτυλο. Με πήραν οι φίλοι να πάμε πίσω προς το Αρχηγείο και τους ζητήσαμε όπλα αλλά δεν υπήρχαν. Υπήρχε ένας χώρος που τον μετέτρεψαν σε έκτακτο ιατρείο και βοηθούσαμε εκεί. Την Κυριακή βοηθήσαμε τον κόσμο να φύγει από το χωριό. Τη Δευτέρα το απόγευμα χτυπήσαν στο Δίκωμο».

Υπήρχαν κάποια μηνύματα ένα χρόνο πριν τον πόλεμο, ωστόσο, κανείς δεν περίμενε ότι θα γινόταν η εισβολή σύμφωνα με τον κ. Βιολάρη, ο οποίος σημειώνει ότι είχαν πολύ καλή συνεργασία με τα γύρω τουρκοκυπριακά χωριά και ουδέποτε σημειώθηκε κάποιο επεισόδιο στην περιοχή.

Λίγο καιρό μετά την εισβολή πήγε με την οικογένεια του να μείνει στο σπίτι της κουνιάδας του. Εκεί μαζεύτηκαν όλοι οι συγγενείς και κοιμόντουσαν στο πάτωμα με αποτέλεσμα να μην υπάρχει χώρος να περπατήσουν.Τέσσερα χρόνια μετά την εισβολή όταν η κατάσταση ομαλοποιήθηκε μετεγκαταστάθηκε με την οικογένεια του στη Λακατάμια και ξαναέχτισαν τη ζωή τους από την αρχή. Ο Χριστάκης Βιολάρης ήταν πάντα αναμεμειγμένος στα κοινά και το 1978 κατάφερε να εκλεγεί Δήμαρχος της Λακατάμιας.

Τρεις Κύπριοι, τρεις πρόσφυγες, τρεις μαρτυρίες. Τρεις ιστορίες από το καθόλου μακρινό 1974. Μα δεν είναι οι μόνες. 48 ολόκληρα χρόνια μετά από την τουρκική εισβολή και το νησί μας παραμένει ακόμα μοιρασμένο στα δυο. Η κυρία Σοφία αναπολεί ακόμα τα όμορφα χρόνια στο Γερόλακκο, ο κ. Πασχάλη την καθημερινότητα του στο Κάτω Δίκωμο και ο κ. Βιολαρη τη ζωή που έχασε στο νεόκτιστο σπιτικό του στην Επαρχία Κερύνειας.

Μαζί τους αναπολεί και περιμένει όλη η Κύπρος. Περιμένει την άγια εκείνη ημέρα που η πατρίδα μας συνενωθεί, που η Ανάσταση θα έρθει και στο νησί μας. Οι πρόσφυγες της Κύπρου τέτοιες μέρες δεν γιορτάζουν απλά καρτερούν, καρτερούν και λένε ιστορίες από το σπίτι τους στην κατεχόμενη Κύπρο μας. Ιστορίες για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι.