Τηλεόραση Ραδιόφωνο
φεστιβαλ

Οι ταινίες ντοκιμαντέρ έχουν, όπως και τους αξίζει, ξεχωριστή θέση φέτος στο 79ο φεστιβάλ κινηματογράφου της Βενετίας. Ταινίες με πολιτικά και κοινωνικά θέματα αλλά και σχέσεις ζευγαριού, με σκηνοθέτες που ξέρουν να προσεγγίσουν το θέμα τους με αγάπη αλλά και διεισδυτικότητα, πολύ συχνά με ποίηση και λυρισμό, και που δείχνουν πως δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τις καλύτερες ταινίες φιξιόν της φετινής Μόστρας του κινηματογράφου.

Έχουμε ήδη δει, τις τελευταίες τρεις μέρες, τέσσερα εξαιρετρικά ντοκιμαντέρ: «Ένας συμπονετικός κατάσκοπος» του Στιβ Τζέιμς, γύρω από τον 18χρονο φοιτητή του Χάρβαρντ που εργαζόταν στο Manhattan Project και που έδωσε πληροφορίες για την κατασκευή ατομικής βόμβας στους Σοβιετικούς, «Όλη η ομορφιά και η αιματοχυσία» της Λάουρα Πόιτρας, γύρω από τον αγώνα της διάσημης φωτογράφου και ακτιβίστριας Ναν Γκόουλντιν ενάντια στην πάμπλουτη οικογένεια Σάκλερ και των εγκλημάτων της εταιρίας τους Purdue Pharma, που προκάλεσαν κρίση υπερδοσολογίας με το φάρμακο OxyContin, «Ένα ζευγάρι» του αειθαλούς 93χρονου Αμερικανού ντοκιμαντερίστα Φρέντερικ Γουάιζμαν, γύρω από τη σχέση της Σοφίας με τον για 36 χρόνια άντρα της, Ρώσο συγγραφέα, Λέοντα Τολστόι, και «Θραύσματα του παραδείσου» του Κ.Ντ. Ντέιβισον, γύρω από τη ζωή του θρυλικού Αμερικανού ντοκιμαντερίστα Τζόνας Μέκας, ενώ αναμένεται να δούμε σήμερα τη «Δίκη του Κίεβου» που σκηνοθέτησε ο Ουκρανός σκηνοθέτης Σεργκέι Λοζνίτσα.     

Στην ταινία «Ένας συμπονετικός κατάσκοπος», ο υποψήφιος δυο φορές για Όσκαρ (για τα ντοκιμαντέρ του «Hoop Dreams» και «Abacus:Small Enough to Jail») Στιβ Τζέιμς στρέφεται στην ιστορία του Τεντ Χολ, του ιδιοφυή φοιτητή του Χάρβαρντ που στα 18 του μόλις χρόνια  (ο πιο νεαρός φυσικός που εργάστηκε στο Λος ‘Αλαμος) προσλήφθηκε από την αμερικανική κυβέρνηση για να εργαστεί στο Los Alamos για το περιβόητο Manhattan Project. Το σχέδιο δηλαδή που προετοίμασε τις ατομικές βόμβες με τις οποίες η Αμερική βομβάρδισε τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι.

Με βάση ζωντανές συνεντεύξεις με τη χήρα του Χολ, και με αρχειακό υλικό από συνέντευξη με τον ίδιο τον Τεντ Χολ, στους τελευταίους μήνες τη ζωής του, καθώς και άλλες συνεντεύξεις με συγγραφείς που ασχοληθηκαν με τις αποκαλύψεις, που βγήκαν στο φως με τον αποχαρακτηρισμό εγγράφων του FBI, ο Στιβ Τζέιμς παρακολουθεί τη ζωή του συμπονετικού κατασκόπου του («οι περισσότεροι κατάσκοποι δεν είχαν σχέση με τους σκληρούς, κυνικούς κατασκόπους που μας παρουσιάζει ο κινηματογράφος», θα μου πει σε συνέντευξη που μου έδωσε ο σκηνοθέτης), τη δουλειά του στο Λος Άλαμος, όπου συνέβαλε στη δημιουργία της implosion bomb (της βόμβας που στάθηκες βάση για τη δημιουργία της ατομικής βόμβας) καθώς και τη γνωριμία και το γάμο του με τη Τζόαν (που παντρεύτηκε το 1947). Στο επίκεντρο βέβαια η απόφασή του να προσεγγίσει Σοβιετικό κατάσκοπο στις ΗΠΑ για να μεταδώσει τις πληροφορίες για τη δημιουργία της βόμβας.

Απόφαση στην οποία οδηγήθηκε ο ιδεαλιστής ρωσοεβραϊκής καταγωγής Χολ (μαζί με το φίλο και με παρόμοιες σοσιαλιστικές ιδέες με αυτόν, Σάβι), όταν είδε τις αποκαλυπτικές εικόνες της καταστροφής της Χιροσίμα και που, σε μια περίοδο όταν η Ρωσία αντιμετωπιζόταν ως σύμμαχος (περισσότεροι από 14 εκατομμύρια Ρώσσοι στρατιώτες σκοτώθηκαν πολεμώντας τον χιτλερικό φασισμό), ιδιαίτερα φιλική τότε σύμμαχος που πρόβαλλε μέσα από μια σειρά ταινίες του ακόμη ο αμερικανικός κινηματογράφος - στοιχείο που δεν παραλείπει να μας παρουσιάσει μέσα από σκηνές από την ταινία «Αποστολή στη Ρωσία» του Μάικλ Κέρτιζ, που αναφέρεται στη ζωή του Αμερικανού πρέσβη που επέλεξε ειδικά ο Πρόεδρος Ρούζβελτ για να στείλει και να συνεργαστεί με τον Στάλιν. Την ξαφνική αυτή στροφή του Χολ, που δεν φανταζόταν κανείς, ο σκηνοθέτης δεν την αντιμετωπίζει ως προδοσία μια και η Ρωσία ήταν τότε σύμμαχος και οι ΗΠΑ όφειλαν, όπως τονίζει, να συμμεριστούν τις ανακαλύψεις τους μαζί τους, μια και, όπως το παρουσιάζει και ο ίδιος ο Χολ στη συνέντευξή του, ο φόβος μιας και μοναδικής χώρας όπως η Αμερική, να κρατάει μια βόμβα τέτοιας τεράστιας καταστροφής, ήταν κάτι το εφιαλτικό και μπορούσε να οδηγήσει σε φασισμό, κάτι που κάνει την παρουσίαση της ταινίας στις μέρες μας επίκαιρη αν λάβουμε υπόψη την επικίνδυνη, αυταρχική πολιτική που προσπαθούσε να περάσει πρόσφατα και ο Τραμπ.     

Το ντοκιμαντέρ της Λάουρα Πόιτρας αρχίζει με μια εντυπωσιακή, πρωτότυπη διαδήλωση στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, από την ομάδα ακτιβιστριών γυναικών του P.A.I.N., οργάνωσης που ιδρύθηκε για να ξεμπροστιάσει μουσεία και Οργανισμούς, που δέχονταν και διαφήμιζαν τα «λεφτά αίματος» που του πρόσφερε η δισεκατομμυριούχος οικογένεια Σάκλερ. Η ταινία καταγράφει τη ζωή της Ναν Γκόλντουιν, όταν από νεαρή ηλικία, στη δεκαετία του ’70, κατάφερε με κόπο και δυσκολίες να γίνει διάσημη φωτογράφος με σημαντικές, πρωτότυπες εκθέσεις (χορεύει σε στριπτίζ μπαρ για να βγάζει τα χρήματα για την αγορά του φιλμ για τη φωτογραφική της κάμερα, ενώ, αργότερα,  εργάζεται και σε νυχτερινό μπαρ που βοηθά πόρνες να γλιτώσουν από το επάγγελμά τους και να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους).

H Πόιτρας χρησιμοποιεί σκηνές από τις εκθέσεις της Γκόλντουιν, συνεντεύξεις, μαζί και ορισμένες πολύ προσωπικές, με πρόσωπα που γνώρισε και με τα οποία συνεργάστηκε στον ακτιβίστικο οργανισμό, αναφορές (συχνά συγκινητικές) για τη σχέση της με την ψυχολογικά άρρωστη αδερφή της που τελικά αυτοκτόνησε, φωτογραφίες και σκηνές από ντοκιμαντέρ γύρω από τον αγώνα ενάντια στην οικογένεια Σάκλερ (με πρόσωπα που έχασαν δικούς τους εξαιτίας της κρίσης υπερδοσολογίας του θανατηφόρου φαρμάκου τους), καθώς και τις διαδηλώσεις των γυναικών και σε άλλα μουσεία (μαζί και το Γκούγκενχαϊμ). Αγώνα που, παρόλο που από οικονομικής πλευράς οι ακτιβίστριες πέτυχαν μέρος του στόχου τους (το δικαστήριο καταδίκασε την οικογένεια σε 15 δισεκατομμύρια δολάρια αποζημίωση, ενώ το Μητροπολιτικό Μουσείο, και στη συνέχεια και άλλα, απέσυρε το όνομα των Σάκλερ από υποστηρικτές), τελικά τα μέλη της οικογένειας Σάκλερ κατάφεραν με το χρήμα και τις σχέσεις τους με ισχυρά πρόσωπα, να αποφύγουν την καταδίκη και φυλάκισή τους.

Στο «Ένα ζευγάρι», ο γνωστός μας για μια σειρά εξαίρετα ντοκιμαντέρ Φρέντερικ Γουάιζμαν, από τους πιο οξυδερκείς ντοκιμαντερίστες του παγκόσμιου κινηματογράφου, στρέφεται τη φορά αυτή σε ένα ασυνήθιστο γι’ αυτόν θέμα, τη σχέση ανάμεσα στον συγγραφέα Τολστόι και τη γυναίκα του Σοφία, για να μας μιλήσει για τις, δραματικές συχνά, σχέσεις του ζευγαριού, που πέρασαν 36 χρόνια γάμου μαζί. Η ταινία είναι δοσμένη μέσα από τις επιστολές που έγραφε ο Σοφία στον άντρα της («επιστολές που γράφαμε ακόμη και όταν είμασταν μαζί», αναφέρει η ίδια) κι όπου περιγράφει τα διάφορα επίπεδα αισθημάτων που περνούσε όλο αυτό το διάστημα: από παθιασμένο έρωτα μέχρι αμφιβολίες, άγχη, ακόμη και εξεγέρσεις, που δίνονται μέσα από μια σειρά εκπληκτικών μονολόγων που μου θύμισαν την «Ανθρώπινη φωνή» του Κοκτό που είχε δώσει και στη μεγάλη ο οθόνη ο Ροσελίνι με την Άννα Μανιάνι (με την Ναταλί Μπουτφέ, που έγραψε και το σενάριο, να δίνει μια εξαιρετική ερμηνεία). Μονολόγων, πρέπει να σημειώσω, με φλας μπακ στο παρελθόν που ερμηνεύουν δυο νέοι ηθοποιοί, με την ηλικιωμένη Σοφία να περιφέρεται σε απόμερους φυσικούς χώρους, με φόντο την ομορφιά και την ηρεμία μιας μικρής λίμνης, που επέλεξ ο σκηνοθέτης, με ψάρια, πουλιά και ζώα και με τους φυσικούς ήχους του περιβάλλοντος, που ο Γουίαζμαν δεν χάνει την  ευκαιρία να εκμεταλλευτεί για να δημιουργήσει μια αντίστιξη ανάμεσα στα δρώμενα αλλά και να δώσει μια άλλη, ποιητική διάσταση στην όμορφη αυτή 65λεπτη ταινία του.  

Στη ζωή ενός άλλου ντοκιμαντερίστα, του «παππού» της αμερικανικής αβάν-γκαρντ, Τζόνας Μέκας (1922-2019) στρέφεται ο Κ.Ντ. Ντέιβισον, στην ταινία του «Θραύσματα του παραδείσου». Μια ταινία φτιαγμένη με βάση των χιλιάδων ωρών κινηματογραφημένα ημερολόγια του ίδιου του Μέκας, που καταγράφει τη ζωή του από τότε που ο Λιθουανός σκηνοθέτης και ποιητής (κατατρεγμένος από τους ναζί στη διάρκεια του β’ παγκόσμιου πολέμου), έφτασε στη Νέα Υόρκη. Ο Μέκας κινηματογραφεί τον εαυτό του (σε πολλές σκηνές που προβάλλονται για πρώτη φορά) στη δουλειά του (να μοντάρει μια ταινία του μέχρι σχεδόν το ξημέρωμα), στους προβληματισμούς του, στην παρουσίαση των  ανθρώπων που έκανε φίλους ή και βοήθησε (από τον Τζον Λένον και τη Γιόκο Όνο μέχρι τον Τζον Γουότερς, τον Τζάρμους, τον Γουόρχολ, τον Γκίνσμπεργκ και τον Σκορσέζε), μαζί και τη σύλληψή του από την αστυνομία γιατί πρόβαλε την ταινία Flaming Creatures του Τζακ Σμιθ, σε μια περίοδο που η ομοφοβία τράνταζε την αμερικανική κοινωνία. Ένα ντοκιμαντέρ που εκθειάζει τη δύναμη και την ποίηση του ντοκιμαντέρ, ενός είδους που ο Μέκας το οδήγησε μέχρις εκεί που δεν κατάφερε να το κάνει κανένας άλλος.   

Ανάμεσα στο αμερικανικό πολιτικό θρίλερ και το «Ζ» του Γαβρά κινείται η αργεντίνικη ταινία μυθοπλασίας «Αργεντινή, 1985» του Σαντιάγκο Μίτρε, σκηνοθέτη της ταινίας «Η σύνοδος κορυφής» που είδαμε στο «Ενα κάποιο βλέμμα» των Κανών το 2017. Η ταινία καταγράφει τον αγώνα του Γενικού Εισαγγελέα (που είχε τοποθετηθεί στη θέση αμέσως μετά τη διάλυση της στρατιωτικής χούντας και την επαναφορά της χώρας στο δημοκρατικό πολίτευμα) και μιας ομάδας νεαρών δικηγόρων να αποκαλύψουν τα εγκλήματα και να οδηγήσουν στη φυλακή την ομάδα των στρατιωτικών που κυβέρνησαν τη χώρα με φρικιαστικούς βασανισμούς, βιασμούς, εξαφανίσεις πολιτών και εκτελέσεις. Ένας ηρωικός αγώνας από την ομάδα αυτή του Εισαγγελέα, με συνεχείς εκφοβισμούς από την πλευρά των στρατιωτικών αλλά και της αστυνομίας που συνεργαζόταν μαζί τους, και που χάρη στην επίπονη δουλειά της ομάδας που κατάφερε να πείσει τα τρομοκρατημένα θύματα να εμφανιστούν στο δικαστήριο και να φέρει στο φως τα ειδεχθή τους εγκλήματα. Με γρήγορο ρυθμό, με ωραία στημένες, συχνά και με χιούμορ, σκηνές, από τις οποίος όμως δεν λείπει και η αληθινή συγκίνηση (ιδιαίτερα στις συγκλονιστικές αποκαλύψεις των θυμάτων) και πειστικές ερμηνείες, ο Σαντιάγκο Μίτρε έφτιαξε ένα αρκετά καλό (αν και χωρίς εμβάθυνση στα πολιτικά της θέματα που συναντάμε στα ιταλικά πολιτικά θρίλερ του Φραντσέσκο Ρόζι) που σίγουρα θα συγκινήσει το πλατύτερο κοινό, πολιτικό θρίλερ.

Δείτε τις σχετικές φωτογραφίες:

φεστιβαλ
φεστιβαλ