Τηλεόραση Ραδιόφωνο
ευρωπαικη ενωση

Έχουν περάσει σχεδόν 10 μέρες από την πτώση του Μπασάρ αλ-Άσαντ και του 50χρονου καθεστώτος της οικογένειας του. Από τότε, έχει ξεκινήσει η συζήτηση και οι αναλύσεις περί του μέλλοντος της Συρίας, το ποιες οργανώσεις ερίζουν στη χώρα και από ποιες επηρεάζονται αλλά και το πως αλλάζουν οι ισορροπίες για ακόμα μια φορά στη Μέση Ανατολή καθώς Ιράν και Ρωσία έχασαν ένα πιστό σύμμαχο.

Με το συγκείμενο της Συρίας εμπλέκονται ενεργά η Ρωσία, το Ιράν, η Τουρκία, το Ισραήλ και οι ΗΠΑ. Η ΕΕ είναι ξανά απούσα από κρίσιμες γεωπολιτικές εξελίξεις δίπλα ή μέσα από τη γειτονιά της. Βέβαια, αυτό δεν αποτελεί έκπληξη για τα άτομα που γνωρίζουν από ευρωπαϊκά ζητήματα.

Δεν χρειάζεται να πάμε πολλά χρόνια πίσω για να εντοπίσουμε παρόμοιες «συμπεριφορές» εκ μέρους του ευρωπαϊκού μπλοκ. Στη Λιβύη η ΕΕ είχε καθυστερημένη αντίδραση λόγω διαφορετικών θέσεων και στρατηγικών όχι μόνο ανάμεσα στα κράτη-μέλη αλλά και στους θεσμούς.

Εδώ και τρία σχεδόν χρόνια, διεξάγεται ο πόλεμος στη Ρωσία. Η Ένωση πρώτα περιμένει τις ΗΠΑ να αποφασίσουν και μετά ακολουθούν. Ενώ βλέπουμε και τις περιπτώσεις των κρατών που δεν «κρατούν» τη γραμμή καταδίκης της Ρωσίας και του Πούτιν.

Τον περασμένο μήνα, είδαμε Ισραήλ και Χεζμπολάχ να συμφωνούν σε μια κατάπαυση του πυρός με τις ΗΠΑ να παίζουν σημαντικό ρόλο και την ΕΕ, παρά του ότι η Γαλλία διατηρεί ισχυρά συμφέροντα στη χώρα, απουσιάζει από τις εξελίξεις. Το ίδιο και από τις συζητήσεις για εκεχειρία στη Γάζα. Ας μην αναφερθούμε στη στάση του μπλοκ σχετικά με τον πόλεμο στη Γάζα.

Βεβαίως, το φαινόμενο της απουσίας ή ασυμφωνίας μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ δεν παρατηρείται μόνο στις μεγάλες κρίσεις. Αν μελετήσουμε το παράδειγμα της Τουρκίας, ως άμεσα ενδιαφερόμενοι, θα παρατηρήσουμε τις διαφορετικές προσεγγίσεις που επικρατούν.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση αναγνωρίζεται, και δικαίως, ως ένας οικονομικός γίγαντας με παγκόσμια επίδραση, αλλά συχνά χαρακτηρίζεται ως πολιτικός νάνος. Πολλοί παράγοντες εμποδίζουν την ΕΕ από το να αναδειχθεί σε παγκόσμια πολιτική και στρατιωτική υπερδύναμη.

Η έλλειψη ομοφωνίας μεταξύ των κρατών μελών αποτελεί σοβαρό εμπόδιο. Η ΕΕ αποτελείται από 27 κράτη μέλη με διαφορετικές ιστορίες, πολιτισμούς και εθνικά συμφέροντα, καθιστώντας δύσκολη την επίτευξη συναίνεσης σε πολιτικά και στρατιωτικά θέματα. Η εγκριτική διαδικασία είναι πολύπλοκη και αργή, περιορίζοντας την αποτελεσματικότητα των αποφάσεων.

Η έλλειψη συνοχής στον τομέα της αμυντικής πολιτικής αποτελεί πρόκληση. Αν και η ΕΕ έχει αναπτύξει την ΚΕΠΠΑ η αντίδραση των κρατών μελών σε κρίσεις όπως αυτή στην Ουκρανία θα ήταν διαφορετική, αναδεικνύοντας τη δυσκολία στην επίτευξη ενιαίας προσέγγισης. Η έλλειψη συντονισμού μεταξύ των εθνικών στρατών επιβραδύνει την αντίδραση και αποδυναμώνει την εξωτερική ασφάλεια της Ένωσης.

Η έλλειψη ολοκλήρωσης στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας αποτελεί εμπόδιο. Η ΕΕ δεν διαθέτει ακόμα ενιαία στρατιωτική δύναμη και εξακολουθεί να εξαρτάται σε μέγιστο βαθμό από το ΝΑΤΟ για την αμυντική της ικανότητα. Η έλλειψη συντονισμού στην έρευνα και ανάπτυξη νέων τεχνολογιών αποτελεί εμπόδιο για την επίτευξη αυτονομίας στην ασφάλεια.

Η απουσία ενός ενιαίου πολιτικού ηγέτη εμποδίζει την ΕΕ να εκφράσει μια ισχυρή και ενιαία φωνή στη διεθνή σκηνή. Η έλλειψη ενός «ευρωπαϊκού υπερ-ηγέτη» περιορίζει την ικανότητα της ΕΕ να προβάλει την επιρροή της σε παγκόσμιο επίπεδο, καθιστώντας την επιρροή της σε διεθνή θέματα περιορισμένη.

Από το 2004, όταν πραγματοποιήθηκε η μεγαλύτερη διεύρυνση της ΕΕ, η Ένωση απέκτησε νέες δυνατότητες ως διεθνής παράγοντας όσον αφορά την επικράτεια, τον πληθυσμό και κατά κόρον την οικονομία της.

Οι χώρες της ΕΕ ψηφίζουν ομόφωνα για όλες τις αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής, διατηρούν τις εθνικές τους αντιπροσωπείες σε πολυμερείς οργανισμούς και φόρουμ όπως η G7 και η G20 και δεν έχουν μεταφέρει τις στρατιωτικές τους δυνατότητες σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η εξωτερική πολιτική, σε σύγκριση με άλλους τομείς δράσης, όπως το εμπόριο ή η αναπτυξιακή βοήθεια, έχει πάει πολύ λιγότερα βήματα προς την βελτίωση, ακόμα και από τη Συνθήκη της Λισαβόνας, η ευρωπαϊκή διπλωματία εξακολουθεί να είναι κυρίως εθνική υπόθεση.

Για να μπορέσει να ασκήσει επιρροή σε παγκόσμια κλίμακα, η ΕΕ θα πρέπει να συμπεριφέρεται ως ηγέτης και να προτείνει τις δικές της λύσεις στις περιφερειακές και παγκόσμιες προκλήσεις. Αυτό σημαίνει ενεργή συμμετοχή ως μεσολαβητής σε συγκρούσεις και επίσης πρόταση, στο πλαίσιο μιας πολυμερούς πλατφόρμας συνεργασίας, καινοτόμων απαντήσεων στις παγκόσμιες απειλές.

Μέχρι στιγμής, η Ένωση δεν είναι μια παγκόσμια δύναμη, αλλά έχει τη δυνατότητα να γίνει ένας αποτελεσματικός παγκόσμιος παράγοντας, όπως είναι στα θέματα της οικονομίας, αλλά αυτό εξαρτάται από την αποφασιστικότητα και την πολιτική βούληση των κρατών μελών της και κυρίως των μεγάλων δυνάμεων. Πρέπει να υπάρξει η σύμφωνη γνώμη των μεγάλων δυνάμεων και ηγέτιδων της ΕΕ, της Γαλλίας και της Γερμανίας. Είναι οι πρώτες που πρέπει να δώσουν το πράσινο φως ούτως ώστε να εισχωρήσουν μέρος της εξωτερικής τους πολιτικής και πολιτικής ασφάλεια και άμυνας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κάτι που στο μέλλον δεν μπορεί να αποκλειστεί.

Η άποψη που διατηρήθηκε για μια Ευρωπαϊκή Ένωση περιορισμένη σε ρόλο ήπιας ισχύος και υπερβολικά εξαρτημένης από μια καθαρά τεχνική προσέγγιση δεν μπορεί πλέον να αντέξει την πραγματικότητα.  Η ΕΕ βρίσκεται υπό συνεχή πίεση να παρέμβει σε συγκρούσεις υψηλής έντασης και είναι προφανές ότι το γεωπολιτικό περιβάλλον της Ευρώπης και ο ρόλος της στον κόσμο αλλάζουν. Η ΕΕ δεν μπορεί απλώς να απορρίψει τέτοιες αλλαγές χωρίς τον κίνδυνο να υπονομεύσει την αξιοπιστία της ως παγκόσμιος οικονομικός κολοσσός.

Και όλα αυτά είναι πιο σημαντικά από ποτέ για την Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς την πόρτα του Λευκού Οίκου σε περίπου ένα μήνα θα διαβεί ο απρόβλεπτος Ντόναλντ Τραμπ.

Στο Τραμπ 1.0 η εξωτερική πολιτική αποδείχτηκε ανατρεπτική. Έδειξε ξεκάθαρη προθυμία να γκρεμίσει τις παραδοσιακές αμερικάνικες πολιτικές και αναίρεσε κάποιες από τις πολιτικές του πρώην προέδρου Μπαράκ Ομπάμα, όπως η πυρηνική συμφωνία του Ιράν, η οποία αντάλλαξε την ελάφρυνση κυρώσεων με τους περιορισμούς στο εγχώριο πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης και την εμπορική συμφωνία εταιρικής σχέσης Trans-Pacific.

Ο Τραμπ είχε απειλήσει να αποχωρήσει από το ΝΑΤΟ στο παρελθόν. Κάποια στιγμή είχε πει ότι θα «ενθάρρυνε» τη Ρωσία να «κάνει ό,τι διάολο θέλει» στις χώρες του ΝΑΤΟ που δεν πληρώνουν για τη συμμαχίας.

Σε πρόσφατη συνέντευξή του απείλησε ξανά πως δεν εγγυάται τη συνέχιση της συμμετοχής των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ και ότι θα εξετάσει σοβαρά το ενδεχόμενο αποχώρησης από τη Συμμαχία. Ενώ σε άλλο μέρος της ίδιας συνέντευξης ο εκλεγμένος πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ είπε σήμερα ότι η Ουκρανία θα πρέπει «κατά πάσα πιθανότητα» να αναμένει λιγότερη βοήθεια από την Ουάσινγκτον από τη στιγμή που θα επιστρέψει εκείνος στον Λευκό Οίκο.