Τηλεόραση Ραδιόφωνο
6ητρ

Την άποψη ότι ο υποψήφιος για την προεδρία της Τουρκίας του μετώπου της αντιπολίτευσης αναμετρήθηκε με το τουρκικό κράτος, προβάλλει ο έμπειρος Τούρκος αναλυτής και δημοσιογράφος, Αλί Ντουράν Τοπούζ. 

Στα πλαίσια των απόψεων που μοιράστηκε με το Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων , ο κ. Τοπούζ τονίζει ότι η συμμαχία της οποίας ηγήθηκε ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν συμμετείχε στις βουλευτικές και προεδρικές εκλογές από θέση ισχύος, έχοντας στη διάθεσή της όλες τις δυνατότητες του κρατικού μηχανισμού. 

Ο κ. Τοπούζ εστιάζει στις βασικές αδυναμίες της συμμαχίας της αντιπολίτευσης, οι οποίες διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην τελική ήττα στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, που έλαβε χώρα χθες. Από τη δική του σκοπιά, η στροφή στη Δεξιά και η αποτυχία ως προς τη διερεύνηση της εκλογικής βάσης είχαν ως αποτέλεσμα την ήττα του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου και των συνεργατών του. 

Η αναμέτρηση με το τουρκικό κράτος και οι βασικές αδυναμίες


Σύμφωνα με τον κ. Τοπούζ, μια από τις τρεις συμμαχίες κομμάτων που κατέβηκαν στις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές του 2023 συμμετείχε στην αναμέτρηση από θέση ισχύος. Σε αντίθεση με τη Συμμαχία του Έθνους και τη Συμμαχία του Μόχθου και της Ελευθερίας, η Συμμαχία του Λαού συμμετείχε στις εκλογές δίχως να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα, ακολουθώντας τυφλά τις επιταγές του ηγέτη της. Πρόκειται για μια συμμαχία που αντιπροσωπεύει τα μεγάλα συμφέροντα που έχουν εξασφαλιστεί κατά τις τελευταίες δυο δεκαετίες, τη συμμαχία που υπό την ηγεσία του Ρετζέπ Ταγγίπ Ερντογάν διαμοιράζει στους οπαδούς της τις δυνατότητες, ευκαιρίες που παρέχει ο τουρκικός κρατικός μηχανισμός. 

«Η Συμμαχία του Έθνους δημιουργήθηκε με την ιδέα να παρέχει την ευρύτερη δυνατή συνεργασία ενάντια σε αυτή την πανίσχυρη Συμμαχία του Λαού που έχει στη διάθεση της όλες τις δυνατότητες του κράτους. Στην πραγματικότητα, ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου δεν πολέμησε εναντίον μιας συμμαχίας αλλά απευθείας εναντίον του κράτους. Αυτό θα συμβεί και στους μελλοντικούς αγώνες», σημειώνει ο κ. Τοπούζ, σύμφωνα με τον οποίο εκτός από την αναμέτρηση με τον τουρκικό κρατικό μηχανισμό, δυο παράγοντες διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην τελική ήττα. Πρώτον, η συμμαχία δεν οδήγησε στη διεύρυνση της εκλογικής βάσης της αντιπολίτευσης. Δεύτερον, δεν αναζητήθηκαν ευκαιρίες για να δημιουργηθούν ατζέντες και πολιτικές που θα οδηγούσαν σε μετασχηματισμό της κοινωνίας/των ψηφοφόρων.

«Ως εκ τούτου, η 'κόλλα' της συμμαχίας δεν ήταν η εργασία, ο μόχθος και οι αλληλεπιδράσεις στον κοινωνικό χώρο, αλλά οι υπολογισμοί που βασίζονταν στη 'γενναιοδωρία των κοινοβουλευτικών ποσοστώσεων' του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (ΡΛΚ) με επικεφαλής τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου», σημειώνει ο έμπειρος αναλυτής και δημοσιογράφος, ο οποίος προσθέτει ότι η αποδυνάμωση του σοσιαλδημοκρατικού χαρακτήρα του ΡΛΚ και η στροφή στη Δεξιά, ήταν ένας παράγοντας που συνέβαλλε στην τελική ήττα. 

Ο Γενικός Διευθυντής του αντιπολιτευόμενου δικτύου «Αρτί» αναφέρει και τα εξής: «Η Συμμαχία του Έθνους δεν μπόρεσε να γίνει μια σύμπραξη που θα μετασχημάτιζε το εκλογικό σώμα και ταυτόχρονα θα διεύρυνε την εκλογική βάση(της αντιπολίτευσης). Αντιθέτως περιορίστηκε στην εθνικιστική, συντηρητική Δεξιά και μπλόκαρε τα μηνύματα της Αριστεράς, των σοσιαλιστών και της σοσιαλδημοκρατίας του Κιλιτσντάρογλου. Εμπόδισε επίσης, τις προσπάθειες του Κιλιτσντάρογλου να εγκαθιδρύσει μια νέα προσέγγιση με τους Κούρδους. Σε τελική ανάλυση, η απόπειρα της Μεράλ Άκσενερ να ανατρέψει το τραπέζι των συνομιλιών ήταν μια εντυπωσιακή, τολμηρή κίνηση. Μπορεί να μην πήρε αυτό που ήθελε, αλλά ανάγκασε τη συμμαχία να παραδοθεί στη Δεξιά». 

Η αποτυχία του αντιπολιτευόμενου Τύπου

Ο αναλυτής εστιάζει και σε μια άλλη βασική αδυναμία του μετώπου της αντιπολίτευσης. Μας επισημαίνει ότι τα αντιπολιτευόμενα μέσα της Τουρκίας, κυρίως αυτά που ελέγχονται από το ΡΛΚ, δεν είχαν ικανοποιητική απόδοση στις εκλογές του 2023. 

«Τα μέσα ενημέρωσης, τα οποία διαμορφώθηκαν στη σφαίρα επιρροής του ΡΛΚ και απέκτησαν μια σχετική αλλά πολύ σημαντική δύναμη, σε σύγκριση με την περίοδο πριν το 2018, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια κακή απομίμηση των μέσων ενημέρωσης που ελέγχει η σημερινή κυβέρνηση», αναφέρει ο κ. Τοπούζ. 

Στη συνέχεια, ο κ. Τοπούζ, για το συγκεκριμένο θέμα αναφέρει και τα εξής: «Αν και τα αντιπολιτευόμενα μέσα έχουν στο δυναμικό τους πολύ καλούς δημοσιογράφους, τηλεοπτικές προσωπικότητες και σχολιαστές, απέτυχαν να γίνουν ένα μέσο που να απευθύνεται σε ολόκληρη την κοινωνία. Ένα παράδειγμα είναι αρκετό: Τα μέσα ενημέρωσης του ΡΛΚυιοθέτησαν την ίδια εχθρική στάση των κυβερνητικών μέσων ενημέρωσης απέναντι στο Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών (ΔΚΛ, κόμμα που υποστηρίζουν οι Κούρδοι και μερίδες της τουρκικής Αριστεράς). Περιττό να αναφέρουμε ότι αυτά τα μέσα αποδέχονται ολόψυχα όλους τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς περί "τρομοκρατία, τρομοκράτης, τρομοκρατική οργάνωση"».

Σύμφωνα με τον κ. Τοπούζ, στο τέλος της εκλογικής διαδικασίας φάνηκε ότι όπως τα ίδια κόμματα του μετώπου της συμμαχίας, έτσι και τα αντιπολιτευόμενα μέσα απέτυχαν να διευρύνουν την εκλογική βάση της αντιπολίτευσης. 

Η σημασία της καταπολέμησης της «αποπολιτικοποίησης» των μαζών

Ο κ. Τοπούζ πιστεύει ότι το αποτέλεσμα των βουλευτικών και προεδρικών εκλογών θα ήταν πολύ πιο διαφορετικό σε περίπτωση που τα κόμματα της αντιπολίτευσης εστίαζαν στις προαναφερόμενες αδυναμίες και κατάφερναν να απευθυνθούν σε ολόκληρη την κοινωνία. 

Η τουρκική αντιπολίτευση θα μπορούσε να σημειώσει επιτυχία σε περίπτωση που έπληττε το σχέδιο της «αποπολιτικοποίησης» των μαζών. «Το σχέδιο της κυβέρνησης για την αποπολιτικοποίηση του δημόσιου χώρου, ξεκινώντας από την περίοδο της Εξέγερσης του Γκεζί, μετά την 7η Ιουνίου με αστυνομικές/στρατιωτικές μεθόδους και μετά την απόπειρα πραξικοπήματος με την προσθήκη στο κύμα καταστολής του νομοθετικού σώματος και της δικαιοσύνης, δεν αμφισβητήθηκε από την αντιπολίτευση», σημειώνει με ο κ. Τοπούζ. 

«Το να συνομιλείς αποκλειστικά με τους εμπόρους, τους κεφαλαιοκράτες δίχως να εντάσσεις στον αντιπολιτευόμενο πολιτικό λόγο, την ίδια την κοινωνία, τους εργάτες, τους αγρότες, τους μετανάστες σημαίνει αποδοχή ήττας», τονίζει στη συνέχεια ο αναλυτής, ο οποίος προσθέτει και τα εξής: «Δεν αρκεί να λυπούμαστε για την αποδυνάμωση, την εκκαθάριση ή τον εκφυλισμό των υφιστάμενων συνδικάτων, επαγγελματικών και κοινωνικών οργανώσεων- είναι απαραίτητο να δημιουργήσουμε νέες εναλλακτικές λύσεις, υποκατάστατες οργανώσεις. Δεν αρκεί να καταριέσαι την προσπάθεια της κυβέρνησης να αντικαταστήσει τις οργανώσεις που έχει ρευστοποιήσει ή που ελέγχει η ίδια. Με άλλα λόγια, υπάρχει η υποχρέωση να παράγουμε εναλλακτικές πολιτικές κοινότητες που θα περιορίσουν την κανονικότητα που θέλει να επιβάλει η κυβέρνηση». 

Υπό τη σκιά της ήττας της αντιπολίτευσης, των μεγάλων αδυναμιών της, ο κ. Τοπούζα εκφράζει ως προς τη νέα περίοδο που ακολουθεί στην Τουρκία, τόσο στο πεδίο της εσωτερικής διακυβέρνησης όσο και στην τουρκική εξωτερική πολιτική, απαισιοδοξία και αφήνει να εννοηθεί ότι δεν αναμένει ριζικές αλλαγές.