Τηλεόραση Ραδιόφωνο
ρωσια κινα

Καθώς συνεχίζεται ο πόλεμος στην Ουκρανία, ο διεθνής Τύπος εστιάζει την προσοχή του στην ένταση που κορυφώνεται στην Ασία και στις σχέσεις Κίνας-Δύσης. Οι εξελίξεις που σχετίζονται με την Ταϊβάν αποτελούν πηγή προβληματισμού τόσο για τον δυτικό όσο και τον κινεζικό Τύπο.

Ο αμερικανικός και ευρωπαϊκός Τύπος παρακολουθεί και καταγράφει με προσοχή τις νέες κινήσεις του Πεκίνου στην Ασία και στην διεθνή διπλωματική σκηνή. Η σύσφιξη των σχέσεων του Πεκίνου με την Μόσχα είναι μια εξέλιξη που προσελκύει το ενδιαφέρον των δυτικών μέσων ενημέρωσης.

Ο κινεζικός Τύπος την προηγούμενη εβδομάδα ζήτησε από το Λονδίνο και την Δύση να αναθεωρήσουν την στάση τους απέναντι στην Κίνα και στο ζήτημα της Ταϊβάν. Ο δε, ταϊβανέζικος Τύπος έστειλε το μήνυμα ότι η ενδεχόμενη εξάπλωση του ελέγχου της μητροπολιτικής Κίνας στο νησί θα είχε καταστροφικές συνέπειες για τον ταϊβανέζικο λαό.

Την προηγούμενη εβδομάδα, ο ρωσικός Τύπος επανέλαβε τον ισχυρισμό ότι στην αναμέτρηση της Δύσης με την Ρωσία και την Κίνα η πρώτη είναι η ηττημένη πλευρά. Ο δε, ουκρανικός Τύπος εστίασε στην καλύτερη κατανόηση των πραγματικών προθέσεων της Μόσχας για την Ουκρανία.

Το «φλερτ» Μόσχας και Πεκίνου υπό το μικροσκόπιο του δυτικού Τύπου

«Ο πρόεδρος Μπάιντεν έχει τρεις φορές δεσμευτεί ρητά ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα υπερασπιστούν στρατιωτικά την Ταϊβάν. Η ανάγκη για περισσότερη "στρατηγική σαφήνεια" σύμφωνα με τις δηλώσεις του κ. Μπάιντεν - και λιγότερη "στρατηγική ασάφεια" της πολιτικής της μίας Κίνας - είναι η προϋπόθεση της νομοθεσίας που αναμένεται να εξεταστεί από την Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας στις 14 Σεπτεμβρίου», αναφέρει το κύριο άρθρο της αμερικανικής εφημερίδας «The Washington Post», το οποίο δημοσιεύτηκε στις 28 Αυγούστου και προσθέτει τα εξής: «Το νομοσχέδιο που είναι γνωστό ως Νόμος για την Πολιτική της Ταϊβάν και συνυποστηρίζεται από τον Γερουσιαστή Robert Menendez (D-N.J.), πρόεδρο της επιτροπής, και τον Γερουσιαστή Lindsey O. Graham (R-S.C.), θα είναι η σημαντικότερη τέτοια νομοθετική πράξη μετά τον Νόμο για τις Σχέσεις της Ταϊβάν του 1979, βάσει του οποίου οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν de facto διπλωματικές σχέσεις και πωλήσεις όπλων με το νησί». Σύμφωνα με το άρθρο γνώμης, το οποίο φέρει τον τίτλο «Υποστηρίζοντας την Ταϊβάν, οι ΗΠΑ πρέπει να βρουν μια δύσκολη ισορροπία», «οι συντάκτες του νομοσχεδίου έχουν δίκιο ότι η πρόσφατη ιστορία -ιδίως η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία- δείχνει ότι ο κατευνασμός δεν λειτουργεί και ότι η "πρόκληση" είναι η δικαιολογία του επιτιθέμενου για να ξεσπάσει. Ωστόσο, το μόνο χειρότερο από έναν πόλεμο στην Ασία που θα μπορούσε να αποφευχθεί, θα ήταν ένας πόλεμος που θα μπορούσε να αποφευχθεί και για τον οποίο οι αντικειμενικοί παρατηρητές θα μπορούσαν να θεωρήσουν εν μέρει υπεύθυνη την πολιτική των ΗΠΑ. Αυτές οι εκτιμήσεις καθορίζουν την ισορροπία για την οποία η Γερουσία και η κυβέρνηση πρέπει να προσπαθήσουν».

«Η Ταϊβάν είναι πλέον ένα θέμα-κλειδί για το Ηνωμένο Βασίλειο, τις ΗΠΑ και για εμάς στην Κίνα. Έτσι το βλέπουμε», είναι ο τίτλος της παρέμβασης του Κινέζου Πρέσβη στο Ηνωμένο Βασίλειο, Zheng Zeguang, η οποία ήταν δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα της βρετανικής εφημερίδας «The Guardian» στις 1 Σεπτεμβρίου. Στο άρθρο αναφέρονται τα εξής: «Ο σωστός τρόπος για την Κίνα και τις ΗΠΑ, δύο μεγάλες χώρες, να χειρίζονται τις σχέσεις τους είναι να σέβονται η μία την άλλη και να αποφεύγουν την αντιπαράθεση. Η Κίνα έχει καταβάλει τεράστιες προσπάθειες για την προώθηση της υγιούς και σταθερής ανάπτυξης των σχέσεων Κίνας-ΗΠΑ, αλλά ποτέ δεν θα κάτσουμε με σταυρωμένα τα χέρια σε προκλητικές κινήσεις που υπονομεύουν τα βασικά μας συμφέροντα. Το σωστό για τις ΗΠΑ είναι να αναγνωρίσουν την αρχή της μίας Κίνας και τα τρία κοινά ανακοινωθέντα Κίνας-ΗΠΑ: να σταματήσουν να παίζουν το "χαρτί της Ταϊβάν", να διακόψουν κάθε επίσημη σχέση και στρατιωτική συνεργασία με το νησί και να σταματήσουν να δημιουργούν περαιτέρω κρίσεις.» Στην συνέχεια ο Κινέζος διπλωμάτης προσθέτει και τα εξής: «Το ζήτημα της Ταϊβάν είναι ένα μείζον ζήτημα αρχής. Δεν υπάρχει κανένας λόγος για το Ηνωμένο Βασίλειο να αγνοήσει αυτό το γεγονός και να ακολουθήσει τα βήματα των ΗΠΑ. Οι εκκλήσεις για "βοήθεια προς την Ταϊβάν να υπερασπιστεί τον εαυτό της" και τα παρόμοια είναι εξαιρετικά ανεύθυνες και επιζήμιες. Οποιαδήποτε κίνηση που παραβιάζει την αρχή της μίας Κίνας και τις διατάξεις του κοινού ανακοινωθέντος ή περνάει την κόκκινη γραμμή της κινεζικής πλευράς, θα επιφέρει σοβαρές συνέπειες στις διμερείς σχέσεις. Δεν θα πρέπει να υπάρξει καμία λανθασμένη εκτίμηση σε αυτό το θέμα».

«Η Κίνα συμμετέχει σε μεγάλης κλίμακας ρωσικές στρατιωτικές ασκήσεις, αψηφώντας τις Ηνωμένες Πολιτείες» είναι ο τίτλος του δημοσιεύματος της ισπανικής εφημερίδας «El Pais» που ήταν δημοσιευμένος στην αγγλόφωνη ιστοσελίδα της εφημερίδας στις 31 Αυγούστου. Σύμφωνα με το ισπανικό δημοσίευμα «τα κινεζικά στρατεύματα θα εκπαιδευτούν πλάι-πλάι με τα ρωσικά στρατεύματα σε μια από τις σημαντικότερες στρατιωτικές ασκήσεις της Μόσχας μέχρι σήμερα. Το υπουργείο Άμυνας του ασιατικού γίγαντα ανακοίνωσε ότι ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός, δηλαδή οι κινεζικές ένοπλες δυνάμεις, θα συμμετάσχει στις στρατηγικές ασκήσεις "Βοστόκ 2022", οι οποίες ανακοινώθηκαν πριν από ένα χρόνο με μεγάλες φανφάρες. Θα συμμετάσχουν επίσης στρατιώτες από την Ινδία, τη Λευκορωσία, το Τατζικιστάν και τη Μογγολία. Εν τω μεταξύ, τα στρατιωτικά γυμνάσια, που προορίζονται ως επίδειξη δύναμης από τις ρωσικές ένοπλες δυνάμεις, επισκιάζονται από τον στάσιμο πόλεμο στην Ουκρανία.» Η ισπανική εφημερίδα επισημαίνει και τα εξής: «Οι δύο χώρες έχουν ενισχύσει τις σχέσεις τους τα τελευταία οκτώ χρόνια, από τότε που η Ρωσία προσάρτησε την ουκρανική χερσόνησο της Κριμαίας και το Πεκίνο βοήθησε τη Μόσχα με μια συμφωνία αγοράς φυσικού αερίου. Αλλά η κοινή δήλωση του Φεβρουαρίου σηματοδότησε ένα τεράστιο βήμα προς τα εμπρός σε αυτή την προσέγγιση. Αντιπροσώπευε μια ρητή απόρριψη της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών. Για πρώτη φορά, η Κίνα δήλωσε ρητά την αντίθεσή της στην επέκταση του ΝΑΤΟ και η Ρωσία στο Άουκους. Επιπλέον, η Μόσχα επιβεβαίωσε την Ταϊβάν ως μέρος της κινεζικής επικράτειας, μια από τις μεγάλες πολιτικές προτεραιότητες της κυβέρνησης Σι. Οι δύο πρόεδροι κατέστησαν σαφές ότι οι δεσμοί μεταξύ των κυβερνήσεών τους "δεν έχουν όρια". Η Κίνα αρνήθηκε να επικρίνει ή να υποστηρίξει δημοσίως τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η οποία ξεκίνησε 20 ημέρες μετά τη συνάντηση αυτή».

«Η Ταϊβάν υπόσχεται σκληρή απάντηση εάν η Κίνα εισέλθει στο έδαφός της» ήταν ο τίτλος του δημοσιεύματος της αγγλικής υπηρεσίας της «Deutsche Welle» που δημοσιεύτηκε στις 31 Αυγούστου. Σύμφωνα με το γερμανικό μέσο «η Ταϊβάν δήλωσε ότι θα εξαπολύσει αντεπίθεση σε περίπτωση που ο κινεζικός στρατός εισέλθει στον εδαφικό της χώρο μέσω θαλάσσιας διέλευσης ή από αέρος. Η Κίνα διεκδικεί το αυτοδιοικούμενο, δημοκρατικό νησιωτικό κράτος ως μέρος της επικράτειάς της και έχει ορκιστεί να καταλάβει το νησί με τη βία, αν χρειαστεί. Οι εντάσεις μεταξύ των δύο χωρών κορυφώνονται μετά την επίσκεψη της προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ Νάνσι Πελόζι στο νησί, παρά τις προειδοποιήσεις του Πεκίνου να απέχει από το ταξίδι της.» Στο ίδιο δημοσίευμα αναφέρονται και τα εξής: «Ο στρατός θα αποφασίσει "εάν θα εμπλακεί με τον στόχο και θα ασκήσει το δικαίωμα της αυτοάμυνας για αντεπίθεση", εάν τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη δεν αποχωρήσουν μετά από προειδοποιήσεις, δήλωσε ο υποστράτηγος Λιν Γουέν-χουάνγκ, διευθυντής του τμήματος επιχειρήσεων και σχεδιασμού. "Θα χρησιμοποιήσουμε ναυτικές και αεροπορικές δυνάμεις και παράκτια πυρά για να απωθήσουμε τις δυνάμεις του PLA (Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός της Κίνας) που εισέρχονται στις ζώνες μας των 24 ναυτικών μιλίων ή των 12 ναυτικών μιλίων", δήλωσε ο Λιν. "Όταν τα αεροσκάφη και τα πλοία του PLA βρίσκονται στον θαλάσσιο και εναέριο χώρο μας των 12 ναυτικών μιλίων, θα ενεργήσουμε σύμφωνα με τις επιχειρησιακές διαταγές για να ασκήσουμε το δικαίωμα της αυτοάμυνας για αντεπίθεση", είπε σε διαδικτυακή ενημέρωση».

Υψηλοί τόνοι από κινεζικό και ταϊβανέζικο Τύπο

«Αυτό που χρειάζεται το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά είναι απίθανο να πραγματοποιήσει, είναι μια συνολική ανασκόπηση των κερδών και των απωλειών του τα τελευταία χρόνια από την τυφλή ακολουθία των πολιτικών των Ηνωμένων Πολιτειών για τον περιορισμό της Κίνας και την αποδυνάμωση της Ρωσίας», αναφέρει το κύριο άρθρο της αγγλόφωνης έκδοσης της κινεζικής εφημερίδας «China Daily» που δημοσιεύτηκε στις 31 Αυγούστου με τίτλο «Η αναμάσηση της γραμμής της Ουάσινγκτον βλάπτει το Ηνωμένο Βασίλειο». Στο άρθρο προβάλλονται τα εξής: «Η εκτόξευση του πληθωρισμού, η ενεργειακή έλλειψη και τα επιζήμια επακόλουθα του Brexit έχουν βλάψει σοβαρά τα μέσα διαβίωσης των ανθρώπων και την κοινωνική σταθερότητα στη χώρα. Όλα αυτά είναι άμεσες ή έμμεσες συνέπειες της λανθασμένης εκτίμησης της δυσλειτουργικής κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία βασίζεται αφελώς στη λυδία λίθο ότι τα εθνικά συμφέροντα του Ηνωμένου Βασιλείου εξυπηρετούνται καλύτερα με την συνεργασία με τις ΗΠΑ.» Το κινεζικό άρθρο αναφέρει επίσης, και τα εξής: «Δεδομένου ότι η Κίνα είναι ο τρίτος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος του Ηνωμένου Βασιλείου και το διμερές εμπόριο έχει αυξηθεί κατά 66% από το 2018, η βλάβη της κατά τα άλλα εύρωστης διμερούς οικονομικής και εμπορικής συνεργασίας θα επιδείνωνε τη δυσχερή θέση του Ηνωμένου Βασιλείου. Όποιος κι αν γίνει ο νέος ηγέτης του Ηνωμένου Βασιλείου θα πρέπει να ενεργήσει ως ενήλικας και να σταματήσει να μιλάει σαν παιδί. Οι ασθένειες του Ηνωμένου Βασιλείου δεν θα θεραπευτούν με αμερικανούς αλαλαγμούς».

Στις 31 Αυγούστου η ταϊβανέζικη εφημερίδα «Taipei Times» δημοσίευσε το κύριο άρθρο γνώμης με τίτλο «Αν η Ταϊβάν κυβερνιόταν από το ΚΚΚ», το οποίο αναφέρει τα εξής: «Πώς θα ήταν να ζούσε κανείς σε μια Ταϊβάν που είχε προσαρτηθεί από το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΚ) και είχε ενταχθεί στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας; Μια μειοψηφία των Ταϊβανέζων φαίνεται να πιστεύει ότι αυτό δεν θα σήμαινε τίποτα περισσότερο από μια αλλαγή φρουράς: ότι θα υπήρχαν μερικές μικρές διακοπές, αλλά ουσιαστικά θα ήταν μια απρόσκοπτη μετάβαση από τη μια διοίκηση στην άλλη, "επιστρέφοντας" την Ταϊβάν στη ζεστή αγκαλιά της προγονικής τους "μητέρας πατρίδας". Φυσικά, αυτοί οι άνθρωποι είναι εντελώς παραπλανημένοι.» Στην συνέχεια του άρθρου αναφέρονται και τα εξής: «Αν το Πεκίνο επρόκειτο να προσαρτήσει την Ταϊβάν μέσω ενός πολιτικού πραξικοπήματος που θα ενορχηστρωνόταν από το Τμήμα Εργασίας του Ενιαίου Μετώπου του κόμματος, του οποίου η δουλειά είναι να διεισδύσει και να υπονομεύσει τη δημοκρατία της Ταϊβάν, τότε η μοίρα του Χονγκ Κονγκ θα μπορούσε να επαναληφθεί. Η "μακρά πορεία" της Κίνας μέσω των θεσμών του Χονγκ Κονγκ - της δημόσιας διοίκησης, της αστυνομίας, των μέσων ενημέρωσης και της επιχειρηματικής κοινότητας της περιοχής - ξεκίνησε μετά την παράδοση από τη Βρετανία το 1997 και πέτυχε ένα σχεδόν αναίμακτο πραξικόπημα. Για το λόγο αυτό, παρά τις στρατιωτικές του πόζες, το Πεκίνο πιθανώς εξακολουθεί να προτιμά τη διείσδυση από την εισβολή».

«Η Δύση βιώνει κρίση» σύμφωνα με τον ρωσικό Τύπο

«Η Ευρώπη ετοιμάζεται να ανοίξει άλλο ένα πολεμικό μέτωπο κατά της Ρωσίας» είναι ο τίτλος του άρθρου γνώμης της Irina Alksnis που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του ρωσικού πρακτορείου ειδήσεων «Ria Novosti» στις 1 Σεπτεμβρίου. Η αρθρογράφος αναφέρει τα εξής: «Σύμφωνα με το Bloomberg, η Γερμανία και η Γαλλία πρότειναν στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης να σκεφτούν "δημιουργικούς τρόπους" για την καταπολέμηση της "προπαγάνδας στο εσωτερικό της Ρωσίας". Είναι απλά εκπληκτικό το πώς η ιστορία επαναλαμβάνεται. Η ιδεολογική απομόνωση σε συνδυασμό με τη γραφειοκρατικοποίηση έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην κατάρρευση του σοβιετικού εγχειρήματος - και τώρα μπορούμε να δούμε σε πραγματικό χρόνο πώς ακριβώς οι ίδιες αιτίες βαθαίνουν τη συστημική κρίση της Δύσης.» Στην συνέχεια του άρθρου της, η κ. Alksnis προσθέτει και τα εξής: «Είναι δύσκολο και οδυνηρό να συνειδητοποιήσει και να αποδεχθεί κανείς ότι όλα όσα για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα αποτελούσαν την ουσία της -της Ευρώπης και της Δύσης γενικότερα- δεν λειτουργούν πλέον και ότι στο σύνολό τους παύουν να υπάρχουν. Έτσι, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι (οι δυτικοί) προτιμούν να κλείνουν τα μάτια στην πραγματικότητα και να συνεχίζουν να ζουν σε μια οικεία εικόνα του κόσμου. Και αυτή, αυτή η συνηθισμένη εικόνα του κόσμου, βασίζεται σε δύο βασικά θεμέλια: Ότι η Δύση είναι η κοινωνικοοικονομική και τεχνολογική κορυφή του ανθρώπινου πολιτισμού και δυτική δημοκρατία η καλύτερη από όλες τις υπάρχουσες και παρελθούσες μορφές κρατικής και πολιτικής οργάνωσης. Η Δύση δημιούργησε μια ωρολογιακή βόμβα για τον εαυτό της όταν συνδύασε και τα δύο σημεία σε ένα ιδεολογικό οικοδόμημα που υποστήριζε ότι η δημοκρατία είναι ο λόγος και η βάση της ευημερίας και της προόδου της. Και ενώ στην αρχή το κατασκεύασμα αυτό χρησιμοποιήθηκε περισσότερο ως εργαλείο προπαγάνδας, τώρα πια έχει μετατραπεί σε ιδεολογικό αξίωμα.. Η πραγματικότητα, ωστόσο, αποκαλύπτει όλο και περισσότερο την πλάνη (αν όχι το ψεύδος) αυτού του ιδεολογήματος. Από τη μία πλευρά, τα "αυταρχικά καθεστώτα" επιδεικνύουν εντυπωσιακή αποτελεσματικότητα και κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη, ανταγωνιζόμενα όλο και πιο επιτυχημένα τη Δύση. Από την άλλη πλευρά, στον ίδιο τον "πυρσό της δημοκρατίας", αντίθετα, τα πράγματα χειροτερεύουν».

«Γνωρίζουμε τίποτα γι' αυτή τη χώρα που μας επιτέθηκε, πέρα από τα λίγα ονόματα που αναφέρονται στα σχολικά βιβλία; Τι γνωρίζουμε για τη Ρωσία και τι πρέπει να γνωρίζουμε γι' αυτήν;» αναρωτιέται ο Vitaly Portnikov σε παρέμβαση που δημοσιεύτηκε στην αγγλόφωνη ουκρανική εφημερίδα «The Kyiv Independent» στις 29 Αυγούστου. Ο κ. Portnikov γράφει τα εξής: «Η έλλειψη κατανόησης του κόσμου έξω από την Ουκρανία είναι το αποτέλεσμα της πλήρους άγνοιας και αδιαφορίας μας. Οι απλοί πολίτες δεν γνωρίζουν γιατί θα πρέπει να ενδιαφέρονται για τις εξωτερικές υποθέσεις της Ουκρανίας. Οι δημοσιογράφοι, οι εμπειρογνώμονες και οι πολιτικοί επικεντρώνονται στα εσωτερικά ζητήματα, σαν να ζούσαμε στη Νορβηγία ή την Ελβετία. Στο τέλος της ημέρας, κάθε καταστροφή φέρνει μαζί της παιδική έκπληξη. Θα μπορούσε κανείς πάντα να αναρωτηθεί αν όλα θα είχαν πάρει διαφορετική κατεύθυνση αν είχαμε προβλέψει τέτοια γεγονότα. (Σε μια τέτοια περίπτωση) Οι πολίτες της Ουκρανίας θα είχαν αναγνωρίσει ότι αυτή η γειτονική τους χώρα δεν είναι "αδελφός". Θα είχαν προβλέψει ότι θα έπρεπε να αμυνθούν για να επιβιώσουν. Θα είχαν ψηφίσει αυτούς που υποστηρίζουν την ενεργειακή ανεξαρτησία της Ουκρανίας αντί για φθηνό φυσικό αέριο και θα είχαν συνειδητοποιήσει ότι ο στρατός πρέπει να επεκταθεί παρά το κόστος. Θα γνώριζαν ότι η Ρωσία δεν ξεκίνησε αυτόν τον πόλεμο λόγω κάποιας προσβολής και ότι οι ουκρανικές αρχές δεν μπόρεσαν να σταματήσουν τον πόλεμο όχι επειδή "οι ίδιοι κέρδιζαν κάτι από αυτόν". Οι Ουκρανοί θα είχαν καταλάβει ότι η επιλογή ήταν πάντα απλή: Πρέπει να υπερασπιστούμε την ουκρανική κρατική υπόσταση και κυριαρχία, αλλιώς η γη μας θα γίνει κομμάτι της Ρωσικής Ομοσπονδίας».