Τηλεόραση Ραδιόφωνο
Ταϊβάν Κίνα

Παρακολουθώντας τις εξελίξεις στα «μέτωπα» της Ουκρανίας και της Ταϊβάν, ο διεθνής Τύπος κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Σύμφωνα με τους ξένους αναλυτές ακολουθεί «θερμό φθινόπωρο» κατά την διάρκεια του οποίου οι κυβερνήσεις θα πρέπει να είναι προετοιμασμένες για όλα τα ενδεχόμενα.

Ο κινεζικός Τύπος κάλεσε την προηγούμενη εβδομάδα το Πεκίνο να προχωρήσει σε κυρώσεις που θα πλήττουν τους εκείνους πολίτες της Ταϊβάν που υποστηρίζουν την ανεξαρτησία του νησιού. Ο Τύπος της Ταϊβάν «απάντησε» προειδοποιώντας ότι η σκλήρυνση της στάσης της Κίνας έχει ως αποτέλεσμα την τόνωση της αποφασιστικότητας της Ταϊβάν.

Την ίδια στιγμή, ο αμερικανικός και ευρωπαϊκός Τύπος εκφράζει προβληματισμό ως προς την τροπή των εξελίξεων σε Ουκρανία και Ταϊβάν. Ο δε, ρωσικός και ουκρανικός Τύπος αντάλλαξαν αυστηρά μηνύματα και απειλές. 

«Παίζοντας με τη φωτιά στην Ουκρανία και Ταϊβάν»

«Παίζοντας με τη φωτιά στην Ουκρανία» είναι ο τίτλος της ανάλυσης του John J. Mearsheimer που δημοσιεύτηκε στις 17 Αυγούστου στο αμερικανικό περιοδικό «Foreign Affairs». «Οι δυτικοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής φαίνεται να έχουν καταλήξει σε μια συναίνεση σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία: η σύγκρουση θα κατασταλάξει σε ένα παρατεταμένο αδιέξοδο και τελικά μια αποδυναμωμένη Ρωσία θα αποδεχθεί μια ειρηνευτική συμφωνία που θα ευνοεί τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ, καθώς και την Ουκρανία», αναφέρει ο συγγραφέας. Προσθέτει ότι «η Ουάσινγκτον και οι σύμμαχοί της είναι υπερβολικά επιπόλαιοι (σε αυτό το σχέδιο). Αν και η καταστροφική κλιμάκωση μπορεί να αποφευχθεί, η ικανότητα των αντιμαχόμενων μερών να διαχειριστούν αυτόν τον κίνδυνο δεν είναι καθόλου σίγουρη.

Ο κίνδυνος είναι σημαντικά μεγαλύτερος από ό,τι υποστηρίζει η κοινή σύνεση. Και δεδομένου ότι οι συνέπειες της κλιμάκωσης θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν έναν μεγάλο πόλεμο στην Ευρώπη και ενδεχομένως ακόμη και πυρηνικό αφανισμό, υπάρχει σοβαρός λόγος για επιπλέον ανησυχία». Σύμφωνα με τον κ. Mearsheimer, «η Κυβέρνηση (του Τζο) Μπάιντεν θα έπρεπε να είχε συνεργαστεί με τη Ρωσία για τη διευθέτηση της κρίσης στην Ουκρανία πριν ξεσπάσει ο πόλεμος τον Φεβρουάριο. Τώρα είναι πολύ αργά για να επιτευχθεί μια συμφωνία. Η Ρωσία, η Ουκρανία και η Δύση έχουν κολλήσει σε μια τρομερή κατάσταση χωρίς προφανή διέξοδο. Μπορεί κανείς μόνο να ελπίζει ότι οι ηγέτες και των δύο πλευρών θα διαχειριστούν τον πόλεμο με τρόπους που θα αποφύγουν την καταστροφική κλιμάκωση».

Σε παρόμοιο προειδοποιητικό ύφος, το βρετανικό περιοδικό «Economist» γράφει ότι «η Αμερική και η Κίνα συμφωνούν σε πολύ λίγα πράγματα αυτές τις μέρες. Ωστόσο, στο θέμα της Ταϊβάν, τουλάχιστον από μια άποψη, βρίσκονται σε πλήρη αρμονία. Το status quo γύρω από το αυτοδιοικούμενο νησί, το οποίο διεκδικεί η Κίνα και του οποίου την ακμάζουσα δημοκρατία υποστηρίζει η Αμερική, αλλάζει με επικίνδυνο τρόπο, λένε αξιωματούχοι και στις δύο πλευρές. Ο πόλεμος δεν φαίνεται να είναι επικείμενος, αλλά η ασταθής ειρήνη που διατηρείται για περισσότερες από έξι δεκαετίες είναι εύθραυστη».

Σε δημοσίευμα με τίτλο «πώς να αποτρέψετε έναν πόλεμο μεταξύ Αμερικής και Κίνας για την Ταϊβάν» που ήταν δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα του περιοδικού στις 18 Αυγούστου, αναφέρεται ότι «το ταξίδι (της Προέδρου αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων, Νάνσι Πελόζι) ήταν προκλητικό. Εξόργισε το κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Μετά την αποχώρηση της κ. Πελόζι, η Κίνα εκτόξευσε πυραύλους πάνω από το νησί και πραγματοποίησε ασκήσεις με πραγματικά πυρά περικυκλώνοντάς το, σαν να έκανε πρόβες για αποκλεισμό. Ο κίνδυνος είναι η Κίνα να χρησιμοποιήσει την κρίση για να θέσει νέα όρια για τις επεμβάσεις της σε αυτό που η Ταϊβάν θεωρεί εναέριο χώρο και χωρικά ύδατα της. Θα μπορούσε επίσης να επιχειρήσει να επιβάλει ακόμη αυστηρότερα όρια στις σχέσεις του νησιού με τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτό δεν πρέπει να συμβεί.

Το καθήκον για την Αμερική και τους συμμάχους της είναι να αντισταθούν σε αυτές τις προσπάθειες χωρίς να εμπλακούν σε μάχη. Η Αμερική θα μπορούσε να ξεκινήσει με την αποκατάσταση των κανόνων που ίσχυαν πριν από την κρίση. Θα πρέπει να επαναλάβει αμέσως τις στρατιωτικές δραστηριότητες γύρω από την Ταϊβάν, για παράδειγμα, τις διελεύσεις μέσω του Στενού της Ταϊβάν και τις επιχειρήσεις σε διεθνή ύδατα που η Κίνα διεκδικεί ως δικά της. Θα μπορούσε να συνεχίσει να επεκτείνει τις στρατιωτικές ασκήσεις με τους συμμάχους, εμπλέκοντάς τους περισσότερο στον σχεδιασμό έκτακτης ανάγκης για την Ταϊβάν».

Όπως ο αμερικανικός και βρετανικός Τύπος έτσι και ο γαλλικός εκφράζει προβληματισμό για την τροπή των εξελίξεων στην Ουκρανία και στα περίχωρα της Ταϊβάν. «Η στρατιωτική απειλή της Κίνας προς την Ταϊβάν είναι πολύ πιο αξιόπιστη από ό,τι ήταν πριν από 20 χρόνια» είναι ο τίτλος του δημοσιεύματος της αγγλόφωνης υπηρεσίας του γαλλικού δικτύου «France 24», το οποίο ήταν δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα του δικτύου στις 18 Αυγούστου. Στο δημοσίευμα αναφέρεται ότι «η επίδειξη στρατιωτικής δύναμης (της Κίνας) θεωρήθηκε ως απάντηση στην επίσκεψη στην Ταϊπέι της Νάνσι Πελόζι. Το Πεκίνο θεωρεί το νησί της Ταϊβάν ως αναπόσπαστο τμήμα της επικράτειάς του, το οποίο πρέπει να επανέλθει στην εθνική του περιφέρεια με επιλογή ή με τη βία. Η στρατιωτική απειλή είναι πολύ πιο αξιόπιστη από ό,τι ήταν πριν από 20 χρόνια. Αλλά παραμένει ασαφές αν ο κινεζικός στρατός μπορεί πραγματικά να πραγματοποιήσει μια πλήρους κλίμακας μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση στην Ταϊβάν.

Ο στρατός της Κίνας δεν έχει εμπλακεί σε μεγάλη σύγκρουση από το 1979.» Συνεχίζοντας, το δημοσίευμα γράφει ότι «αυτές οι ασκήσεις θα δείξουν σε ποιο βαθμό η στρατιωτική μεταρρύθμιση του 2016, η οποία δημιούργησε πέντε κοινές περιοχές διοίκησης, έχει βελτιώσει τις δυνατότητες συντονισμού (του κινεζικού στρατού). Με μια πρώτη ματιά, αυτό φαίνεται σίγουρα να συμβαίνει. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αυτός ο συντονισμός θα είναι τέλειος από την αρχή μέχρι το τέλος. Οι κινεζικές στρατιωτικές ασκήσεις διήρκεσαν λίγες ημέρες, ενώ μια στρατιωτική επιχείρηση για την εισβολή στην Ταϊβάν θα διαρκούσε πολύ περισσότερο. Όπως είδαμε με τα ρωσικά σχέδια εισβολής στην Ουκρανία, υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά μεταξύ ενός σχεδίου σε ένα κομμάτι χαρτί και ενός πολέμου στην πραγματική ζωή».

«Η επίθεση του Πούτιν στη Γερμανία» είναι ο τίτλος της ανάλυσης του Berthold Kohler που δημοσιεύτηκε στην γερμανική εφημερίδα «Frankfurter Allgemeine» στις 16 Αυγούστου. Εστιάζοντας στις επιπτώσεις του ουκρανικού πολέμου στην Γερμανία και την Ευρώπη, ο αρθρογράφος γράφει ότι «με το κλείσιμο της στρόφιγγας του φυσικού αερίου και την επακόλουθη έκρηξη του ενεργειακού κόστους και τις μοιραίες συνέπειές του, ο (Ρώσος Πρόεδρος Βλαντίμιρ) Πούτιν επιτίθεται σκόπιμα στην πολιτική ενότητα και την κοινωνική ειρήνη της Γερμανίας. Η γερμανική Κυβέρνηση το γνωρίζει αυτό. Συγκεντρώνει το ένα πακέτο ανακούφισης μετά το άλλο, προκειμένου να καθησυχάσει τους φόβους των πολιτών για το χειμώνα και να εκτονώσει εκ των προτέρων τις επικείμενες μάχες διανομής. Το κουβάρι των φοροελαφρύνσεων, το οποίο είναι πλέον σχεδόν αδύνατο να παρακολουθήσει κανείς, δεν είναι απαλλαγμένο από αντιφάσεις». Ο κ. Kohler προσθέτει ότι «ένα ‘θερμό φθινόπωρο’ θα μπορούσε να συγκολλήσει την (κυβερνητική) συμμαχία, αλλά και να βαθύνει τις διαφορές μεταξύ των (κυβερνώντων) κομμάτων. Μόνο όταν θα χτυπήσουν οι λογαριασμοί φυσικού αερίου θα δούμε πόσο ανθεκτικός στην κρίση είναι πραγματικά ο συνασπισμός, αλλά και ολόκληρο το πολιτικό σύστημα της Γερμανίας».

Υψηλοί τόνοι από κινεζικό και ταϊβανέζικο Τύπο

«Οι σκληροπυρηνικοί αυτονομιστές της "ανεξαρτησίας της Ταϊβάν" πρέπει να τιμωρηθούν σύμφωνα με το νόμο» είναι ο τίτλος του κύριου άρθρου της αγγλόφωνης κινεζικής εφημερίδας «People’s Daily» με ημερομηνία έκδοσης την 17ηΑυγούστου. «Οι σκληροπυρηνικοί αυτονομιστές της ‘ανεξαρτησίας της Ταϊβάν’ συνωμοτούν εδώ και καιρό για να διχάσουν τη χώρα και οι συμπεριφορές τους ήταν εξαιρετικά ανάρμοστες κατά την πρόσφατη επίσκεψη της Νάνσι Πελόζι, προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, στην περιοχή της Ταϊβάν της Κίνας. Η επίσκεψη ήταν μια πολιτική φάρσα και μια επικίνδυνη κακόβουλη πρόκληση», αναφέρει το άρθρο. Αναφέρεται επίσης ότι «τα σκληροπυρηνικά στοιχεία της ‘ανεξαρτησίας της Ταϊβάν’ γίνονται πρόθυμα τα πιόνια εξωτερικών αντι-κινεζικών δυνάμεων, προκαλώντας ανοιχτά την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Κίνας και υπονομεύοντας σοβαρά τα κοινά συμφέροντα των συμπατριωτών και στις δύο πλευρές του στενού της Ταϊβάν και τα θεμελιώδη συμφέροντα του κινεζικού έθνους. Η ηπειρωτική χώρα έλαβε πρόσφατα μια σειρά αποφασιστικών και δυναμικών αντίμετρων με στόχο τους αυτονομιστές. Τα αντίμετρα συμπεριλαμβάνουν την επιβολή κυρώσεων σε συνδεδεμένα ιδρύματα και την ποινική κράτηση και επανεξέταση όσων είναι ύποπτοι για συμμετοχή σε αυτονομιστικές δραστηριότητες ή για διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας». 

Την προηγούμενη εβδομάδα, ο Τύπος της Ταϊβάν «απάντησε» σε παρόμοιο, ιδιαίτερα υψηλό, τόνο στον κινεζικό Τύπο. Στο κεντρικό άρθρο με τίτλο «Ο ορισμός της παραφροσύνης», η αγγλόφωνη εφημερίδα «Taipei Times», ανάφερε ότι «αυτό που δεν κατανοεί το Πεκίνο είναι ότι όσο περισσότερο εντείνει κάθε ένα από τα πεδία μάχης - συμβατικό, κυβερνοχώρο, πληροφοριακό και ψυχολογικό - τόσο περισσότερο σκληραίνει την αποφασιστικότητα των απλών Ταϊβανέζων και ενισχύει την υπόθεση της ανεξαρτησίας. Οι προκλητικές επιδείξεις στρατιωτικής ισχύος και η προπαγάνδα κατάμουτρα είναι το ακριβώς αντίθετο της πολιτικής του πρώην Κινέζου ηγέτη Ντενγκ Σιαοπίνγκ. Αμέσως, μετά την ανάληψη της εξουσίας, ο Κινέζος Πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ απέρριψε βιαστικά τη στρατηγική του Ντενγκ, πιστεύοντας ότι η Κίνα ήταν ήδη αρκετά ισχυρή για να αρχίσει να δείχνει το βάρος της. Ο Σι έδειξε τα χαρτιά του πολύ νωρίς. Έχοντας τηλεγραφήσει σε ολόκληρο τον κόσμο τις προθέσεις του για την Ταϊβάν, δυσχεραίνει την όλη κατάσταση και παρέχει στους στρατούς της Ταϊβάν και των ΗΠΑ έναν θησαυρό ηλεκτρονικών πληροφοριών, οι οποίες μπορούν να αναλυθούν και να χρησιμοποιηθούν για την καλύτερη άμυνα κατά των οπλικών συστημάτων της Απελευθερωτικού Στρατού της Κίνας». 

Ο ρωσικός και ουκρανικός Τύπος

«Πώς η Ουκρανία μετατρέπεται σε κράτος καμικάζι» είναι ο τίτλος του άρθρου γνώμης του David Narmania που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του ρωσικού πρακτορείου ειδήσεων «Ria» στις 18 Αυγούστου. Στο άρθρο του, ο κ. Narmania υποστηρίζει ότι «οι απειλές των ΗΠΑ να αναγνωρίσουν τη Ρωσία ως κράτος-χορηγό της τρομοκρατίας συνοδεύονται από παρόμοιες αποφάσεις των υποτελών της Ουάσινγκτον - των πολιτικών ελίτ των κρατών της Βαλτικής. Μια τέτοια κίνηση όχι μόνο θα ανάγκαζε την Ουάσιγκτον να επιβάλει κυρώσεις κατά των δικών της συμμάχων, οι οποίοι με διαφορετικό βαθμό δραστηριότητας συνεχίζουν να συναλλάσσονται με το Κρεμλίνο, αλλά θα έθετε επίσης τέλος σε οποιεσδήποτε σχέσεις με τη Μόσχα, οι οποίες ήδη διανύουν ίσως τη χειρότερη περίοδο στην ιστορία - τουλάχιστον μετά την κρίση των πυραύλων της Κούβας».

Προχωρώντας, το άρθρο γράφει ότι «οι αμερικανικές αρχές πήγαν την κοροϊδία σε νέο επίπεδο αναδεικνύοντας ένα πλήρες κράτος καμικάζι από την Ουκρανία. Κρίνετε μόνοι σας: ο λεγόμενος Πρόεδρος της Ουκρανίας δηλώνει ανοιχτά ότι τα ουκρανικά στρατεύματα θα συνεχίσουν να επιτίθενται στον πυρηνικό σταθμό της Ζαπορίζια. Σε αυτό το πλαίσιο, οι ενέργειες των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων στη Νικόπολη φαίνονται ακόμη πιο απερίσκεπτες - το Κίεβο έχει μετακινήσει εκεί ένα ξεχωριστό σύνταγμα στρατευμάτων. Το ρωσικό Υπουργείο Άμυνας πιστεύει ότι αυτό δείχνει ότι προετοιμάζεται μια πρόκληση. Ο αντισυνταγματάρχης Μιχαήλ Μιζίντσεφ, επικεφαλής του Κέντρου Διαχείρισης Εθνικής Άμυνας της Ρωσίας, δήλωσε ότι οποιεσδήποτε τέτοιες ενέργειες κοντά στο εργοστάσιο της Ζαπορίζια αποτελούν απειλή για την πυρηνική ασφάλεια ολόκληρης της ηπείρου. Η Ουκρανία συμπεριφέρεται κυριολεκτικά σαν κράτος καμικάζι».

Στην ουκρανική πλευρά, τα δημοσιεύματα του Τύπου παρουσιάζουν μια διαφορετική εικόνα. «Η ταπείνωσή του (Ρώσου Προέδρου) είναι ο μόνος τρόπος για να τερματιστεί ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος και να δοθεί στη Ρωσία η ευκαιρία να επιστρέψει στον πολιτισμό. Η ταπείνωση δεν έχει να κάνει με την προσβολή του (Βλαντίμιρ) Πούτιν και δεν έχει να κάνει με την αποκάλυψη των προσωπικών του αμαρτιών. Η ταπείνωση συνίσταται στο να του επιβληθεί μια πλήρης και ολοκληρωτική ήττα στο πεδίο της μάχης, η οποία δεν θα του επιτρέψει να ‘διασώσει τα προσχήματα’ και να παρουσιάσει στοιχεία υπέρ της μιας ή της άλλης μορφής νίκης της Ρωσίας. Οτιδήποτε λιγότερο από μια τέτοια ήττα θα σώσει το καθεστώς Πούτιν και τον Πούτιν από την κατάρρευση. Αυτό θα πείσει τους Ρώσους ότι η πίστη τους στον Πούτιν είναι δικαιολογημένη», έγραψε ο Oleksandr Motyl σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στην ουκρανική εφημερίδα «Gazeta» στις 17 Αυγούστου.

Στην συνέχεια ο αρθρογράφος ανέφερε ότι «ένας ταπεινωμένος, ηττημένος και από-νομιμοποιημένος Πούτιν είναι πολύ λιγότερο πιθανό να κάνει κάτι άγρια καταστροφικό παρά ένας περήφανος (Πούτιν). Ο Ρώσος Φύρερ μπορεί να θέλει απεγνωσμένα να πατήσει το πυρηνικό κουμπί από τα βάθη του καταφυγίου του, αλλά η ταπείνωση θα αποτρέψει τους στρατηγούς που θα έπρεπε να εγκρίνουν μια τέτοια τρέλα. Δεν μπορεί να επιτραπεί σε έναν ηγέτη που ζει μέσα σε φαντασιώσεις φρικαλεοτήτων να σώσει τα προσχήματα. Ο στρατός του πρέπει να ηττηθεί, το καθεστώς του να ανατραπεί και ο ίδιος να ταπεινωθεί».

Πηγή: KYΠΕ