Τηλεόραση Ραδιόφωνο
465

Η Goldman Sachs αναφέρει ότι η άνοδος των τιμών του φυσικού αερίου στην Ευρώπη οφείλεται κυρίως στον κρύο καιρό και όχι στην περικοπή των υπολειπόμενων ροών ρωσικού φυσικού αερίου μέσω της Ουκρανίας, όπως υποθέτουν πολλοί αναλυτές.

Σύμφωνα με την ανάλυση της εταιρείας, οι τιμές του φυσικού αερίου στην ευρωπαϊκή αγορά TTF αυξήθηκαν κατά 14% τις τελευταίες δύο εβδομάδες, φτάνοντας τα 50 ευρώ/MWh, το υψηλότερο επίπεδο εδώ και έναν χρόνο. Παρά τη συζήτηση γύρω από την πιθανή διακοπή των ροών από τη Ρωσία, η Goldman Sachs υπογραμμίζει ότι ο κύριος παράγοντας που επηρεάζει την αγορά είναι ο ψυχρότερος από τον μέσο όρο καιρός, ο οποίος αναμένεται να επικρατήσει τις επόμενες δύο εβδομάδες στην περιοχή. Εξίσου σημαντικοί είναι η περιορισμένη παραγωγή αιολικής ενέργειας και οι διακοπές στη Νορβηγία τον Δεκέμβριο.

Διαβάστε ακόμα: 

Αυτή η καιρική εξέλιξη ενδέχεται να οδηγήσει σε μια περαιτέρω αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου, με την Goldman Sachs να εκτιμά ότι η τιμή TTF μπορεί να φτάσει σε επίπεδα από 63 έως 84 ευρώ/MWh τους επόμενους μήνες, πολύ πάνω από τα 40 ευρώ/MWh που αναμενόταν για το 2025, υπό κανονικές καιρικές συνθήκες.

Η διακοπή της ροής ρωσικού φυσικού αερίου μέσω Ουκρανίας είναι ένα γεγονός που πολλοί είχαν ήδη προβλέψει και η αγορά φαίνεται να το είχε ενσωματώσει στις τιμές. Ωστόσο, η Goldman Sachs εξηγεί ότι, παρά την περικοπή, η Ευρώπη δεν εξαρτάται από αυτές τις ροές. Η Αυστρία, για παράδειγμα, αναμένεται να καλύψει τις ανάγκες της μέσω των αγωγών από τη Γερμανία και πιθανώς μέσω επιπλέον ροών από άλλες περιοχές για να καλύψει τη ζήτηση στη Σλοβακία. Τα στοιχεία για την 1η Ιανουαρίου δείχνουν αύξηση των γερμανικών εξαγωγών προς την Αυστρία κατά 9 mcm/ημέρα.

Ο κυριότερος παράγοντας που αναμένεται να πιέσει την αγορά είναι ο καιρός, με τις θερμοκρασίες να προβλέπεται να είναι 4°C χαμηλότερες από τον μέσο όρο της δεκαετίας για τις επόμενες δύο εβδομάδες. Η Goldman Sachs εκτιμά ότι, αν επαληθευτεί αυτή η πρόβλεψη, η ζήτηση φυσικού αερίου στη Δυτική Ευρώπη θα αυξηθεί κατά πάνω από 100 mcm/ημέρα τον Ιανουάριο.

Παρ' ότι η εταιρεία δεν ανησυχεί για την επάρκεια των αποθεμάτων, καθώς εκτιμά τον κίνδυνο εξάντλησης ως χαμηλό, προειδοποιεί ότι η μεγαλύτερη πρόκληση θα είναι η αναπλήρωση των αποθεμάτων για το επόμενο έτος. Αν η ψυχρότερη από το αναμενόμενο ζήτηση μειώσει τα επίπεδα αποθήκευσης μέχρι τα τέλη Μαρτίου στο 30% (αντί 35% υπό κανονικές συνθήκες), αυτό θα οδηγήσει σε επίπεδα αποθήκευσης τον Οκτώβριο του 2025 κοντά στο 80%, πολύ κάτω από τον στόχο της ΕΕ για 90%. Αυτό το σενάριο θα δημιουργήσει έλλειμμα 21 mcm/ημέρα το καλοκαίρι του 2025, καθιστώντας τη διαχείριση της ενεργειακής κρίσης πιο δύσκολη.

Με πληροφορίες από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο