Οι φορείς καθορισμού των επιτοκίων της Ευρωζώνης θα πρέπει να προχωρήσουν «σταδιακά και με προσοχή» στη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, καθώς εξακολουθούν να υπάρχουν προκλήσεις στην αντιμετώπιση του πληθωρισμού, παρά την πρόσφατη πρόοδο, δήλωσε την Παρασκευή μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ.
Μετά την ιστορική εκστρατεία αυξήσεων των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ο πληθωρισμός της ευρωζώνης υποχωρεί σιγά-σιγά στο στόχο του 2% που έχει θέσει η ΕΚΤ.
Τα επίσημα στοιχεία που δημοσιεύθηκαν την Παρασκευή έδειξαν ότι η αύξηση των τιμών καταναλωτή στις 20 χώρες που χρησιμοποιούν το ευρώ υποχώρησε στο 2,2% τον Αύγουστο, στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων τριών και πλέον ετών.
Μιλώντας πριν από τη δημοσίευση των στοιχείων, το μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ Ιζαμπέλ Σνάμπελ εξέφρασε την ικανοποίησή της για τις ενδείξεις ότι επιβραδύνει η αύξηση των τιμών καταναλωτή, αλλά προειδοποίησε ότι ο γενικός πληθωρισμός «υποτιμά τις προκλήσεις που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει η νομισματική πολιτική».
Σε ομιλία της από την πρωτεύουσα της Εσθονίας, Ταλίν, επισήμανε ειδικότερα τις «επίμονες πιέσεις στις τιμές στον τομέα των υπηρεσιών».
«Η (νομισματική) πολιτική θα πρέπει να προχωρήσει σταδιακά και με προσοχή», πρόσθεσε.
«Ο ρυθμός χαλάρωσης της πολιτικής δεν μπορεί να είναι μηχανικός. Πρέπει να στηρίζεται στα δεδομένα και την ανάλυση», υπογράμμισε.
Η Κεντρική Τράπεζα αναμένει επί του παρόντος ότι ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει στον στόχο του 2% στο τέλος του 2025, πρόσθεσε.
Η άνοδος των τιμών της ενέργειας μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έστειλε στα ύψη τον πληθωρισμό της ευρωζώνης το 2022, ωθώντας την ΕΚΤ να ξεκινήσει ένα κύκλο σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής. Ο πληθωρισμός κορυφώθηκε την ίδια χρονιά στο 10,6% τον Οκτώβριο.
Η πρώτη μείωση των επιτοκίων μετά τον κύκλο αυξήσεων τους, ήρθε τον περασμένο Ιούνιο. Η ΕΚΤ απέφυγε μια δεύτερη μείωση τον Ιούλιο, αλλά πλέον αυξάνονται οι προσδοκίες για νέα μείωση των επιτοκίων κατά τη συνεδρία της τον Σεπτέμβριο.