Τηλεόραση Ραδιόφωνο
dbrs

Η DBRS Ratings GmbH (DBRS Morningstar) επιβεβαίωσε τις μακροπρόθεσμες αξιολογήσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ξένο και εγχώριο νόμισμα σε BBB, σύμφωνα με ανακοίνωσή της το Σάββατο. Ταυτόχρονα, επιβεβαίωσε τις βραχυπρόθεσμες αξιολογήσεις της Δημοκρατίας σε ξένο και εγχώριο νόμισμα σε R-2 (υψηλό). Η τάση για όλες τις αξιολογήσεις παραμένει σταθερή.

Ο οίκος αξιολόγησης αναφέρει ότι η σταθερή προοπτική εξισορροπεί την πρόσφατη ευνοϊκή δημοσιονομική δυναμική έναντι σημαντικών καθοδικών κινδύνων για τις δημοσιονομικές και οικονομικές προοπτικές.

Σημειώνει ότι το δημοσιονομικό ισοζύγιο έχει ανακάμψει σημαντικά τα τελευταία δύο χρόνια. Το έλλειμμα του προϋπολογισμού της γενικής κυβέρνησης μειώθηκε στο 1,7% του ΑΕΠ το 2021 από 5,8% το 2020, λόγω της ισχυρής ανάκαμψης της οικονομικής ανάπτυξης από το σοκ του COVID-19, η οποία οδήγησε σε σημαντική αύξηση των φορολογικών εσόδων. Τα δημοσιονομικά αποτελέσματα συνέχισαν να βελτιώνονται τους τελευταίους μήνες παρά το πρόσφατο ενεργειακό σοκ. Κατά τους πρώτους επτά μήνες του 2022, η γενική κυβέρνηση κατέγραψε πλεόνασμα 0,6% του ΑΕΠ έναντι ελλείμματος 3,2% του ΑΕΠ κατά την ίδια χρονική περίοδο του 2021, καθώς η ισχυρή οικονομική δραστηριότητα και οι υψηλές πληθωριστικές πιέσεις οδήγησαν σε σημαντική αύξηση των ονομαστικών φορολογικών εσόδων. Επιπλέον, το δημοσιονομικό ισοζύγιο επωφελήθηκε από την έντονη μείωση των μέτρων στήριξης COVID-19 και το μέχρι στιγμής μέτριο δημοσιονομικό κόστος των μέτρων στήριξης στο κομμάτι της ενέργειας.

Σύμφωνα με τον οίκο, οι σημαντικότεροι κίνδυνοι είναι η περαιτέρω κλιμάκωση της σύγκρουσης στην Ουκρανία και οι παρατεταμένα υψηλές τιμές της ενέργειας, οι οποίες ενδέχεται να αποδυναμώσουν την οικονομική δραστηριότητα και να απαιτήσουν σημαντική αύξηση των μέτρων δημόσιας στήριξης. Δημοσιονομικές πιέσεις ενδέχεται επίσης να προκύψουν από το Εθνικό Σύστημα Υγείας και τη σχεδιαζόμενη επέκταση της δημόσιας εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων ΚΕΔΙΠΕΣ. Η δυναμική του δημόσιου χρέους επωφελείται επί του παρόντος από την υψηλή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ και τη βελτίωση των δημοσιονομικών ισορροπιών. Το πρόγραμμα σταθερότητας της κυβέρνησης του Απριλίου 2022 προβλέπει μείωση του λόγου χρέους της γενικής κυβέρνησης προς το ΑΕΠ σε 93,9% στο τέλος του 2022 από 103,9% του ΑΕΠ στο τέλος του 2021. Εκτός από ένα πιθανό αναπτυξιακό σοκ, οι κίνδυνοι για τη δυναμική του χρέους, ωστόσο, θα μπορούσαν να προέλθουν από μια πιθανή υλοποίηση ενδεχόμενων υποχρεώσεων που σχετίζονται με το ακόμη υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων στο τραπεζικό σύστημα.

Σημειώνεται ότι οι αξιολογήσεις ΒΒΒ υποστηρίζονται από το σταθερό πολιτικό περιβάλλον, τις υγιείς δημοσιονομικές και οικονομικές πολιτικές της κυβέρνησης τα τελευταία χρόνια και το ευνοϊκό προφίλ του δημόσιου χρέους. Επιπλέον, αν και οι δείκτες διακυβέρνησης έχουν αποδυναμωθεί τα τελευταία χρόνια, η DBRS Morningstar εξακολουθεί να θεωρεί την ένταξη της χώρας στην ΕΕ ως σημαντικό θεμέλιο θεσμικής ποιότητας. Από την άλλη πλευρά, η Κύπρος αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις λόγω του ακόμη υψηλού βάρους του δημόσιου χρέους και του συγκριτικά χαμηλού επιπέδου παραγωγικότητας της εργασίας στην οικονομία. Επιπλέον, οι αξιολογήσεις της Κύπρου εξακολουθούν να περιορίζονται από το μικρό μέγεθος της οικονομίας της που βασίζεται στις υπηρεσίες, γεγονός που την καθιστά ευάλωτη σε εξωτερικούς κλυδωνισμούς.

Όσον αφορά τη δυναμική της οικονομικής ανάπτυξης, ο οίκος αναφέρει ότι έχει παραμείνει ισχυρή τους τελευταίους μήνες, αλλά οι προοπτικές εμφανίζονται αβέβαιες.

Σημειώνεται ότι η κυπριακή οικονομία παρουσίασε έντονη ανάκαμψη από το σοκ του COVID-19 το περασμένο έτος, με το πραγματικό ΑΕΠ να διευρύνεται κατά 5,5% το 2021, μετά από συρρίκνωση κατά 5,0% το 2020, λόγω της επαναλειτουργίας της οικονομίας και των μέτρων κρατικής στήριξης. Η δυναμική της ανάπτυξης παρέμεινε ισχυρή κατά το πρώτο εξάμηνο του 2022 με το (εποχικά προσαρμοσμένο) πραγματικό ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 1,3% και 0,6% σε τριμηνιαία βάση το α' τρίμηνο του 2022 και το β' τρίμηνο του 2022, αντίστοιχα, χάρη στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, παρά την επιδείνωση του καταναλωτικού κλίματος, όπως καταδεικνύεται από τη σημαντική μείωση του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Κύπρο μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τη συνακόλουθη αύξηση των πληθωριστικών πιέσεων.

Ο ετήσιος πληθωρισμός τον Αύγουστο του 2022 ανήλθε στο 9,6%, λόγω της εκτίναξης των τιμών της ενέργειας. Επιπλέον, η οικονομική ανάπτυξη υποστηρίχθηκε από την έντονη ανάκαμψη των αφίξεων τουριστών εκτός Ρωσίας. Κατά τους πρώτους οκτώ μήνες του 2022, ο συνολικός αριθμός των τουριστών που έφτασαν στην Κύπρο αυξήθηκε σε ποσοστό 122% (σε ετήσια βάση). Ο πιο ορατός αντίκτυπος του πολέμου στην κυπριακή οικονομία ήταν μέχρι στιγμής η έντονη μείωση των αφίξεων Ρώσων τουριστών, οι οποίοι αντιπροσώπευαν το 19,7% των συνολικών αφίξεων το 2019. Η μείωση των αφίξεων Ρώσων τουριστών είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο η δραστηριότητα του τουριστικού τομέα δεν έχει μέχρι στιγμής φθάσει στα προ της πανδημίας επίπεδα. Παρά την έντονη ανάκαμψη, οι συνολικές αφίξεις τουριστών κατά τους πρώτους οκτώ μήνες του 2022 ήταν περίπου 22% κάτω από τα επίπεδα του 2019.

Λαμβάνοντας υπόψη την αναπτυξιακή δυναμική που εξακολουθεί να είναι ισχυρή τους τελευταίους μήνες, η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου (ΚΤΚ) αναθεώρησε τον Σεπτέμβριο την πρόβλεψή της για την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ για το 2022 σε 5,5%, από 2,7% στην πρόβλεψη του Ιουνίου. Ταυτόχρονα, η ΚΤΚ μείωσε την πρόβλεψή της για την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ το 2023 σε 2,5% από 3,6%.

Οι σημαντικότεροι καθοδικοί κίνδυνοι για την κυπριακή οικονομία, σύμφωνα με την DBRS Morningstar, είναι η περαιτέρω κλιμάκωση της στρατιωτικής σύγκρουσης στην Ουκρανία και οι παρατεταμένα υψηλές τιμές της ενέργειας, οι οποίες θα μπορούσαν να αυξήσουν την οικονομική αβεβαιότητα και να αποδυναμώσουν την οικονομική δραστηριότητα. Παρότι το ενεργειακό μείγμα της Κύπρου δεν βασίζεται στο φυσικό αέριο, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις μεγάλες εισαγωγές πετρελαίου, το οποίο χρησιμοποιείται τόσο για τις μεταφορές όσο και για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Επιπλέον, μια ισχυρότερη από την αναμενόμενη προς το παρόν σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ενδέχεται να αποδυναμώσει την εγχώρια ζήτηση, ιδίως την επενδυτική δραστηριότητα.

Αντίθετα, η υλοποίηση των επενδύσεων και των μεταρρυθμίσεων του σχεδίου ανάκαμψης της Κύπρου θα μπορούσε να οδηγήσει σε αποτελέσματα για το ΑΕΠ πιο ευνοϊκά από τα προβλεπόμενα επί του παρόντος. Η Κύπρος αναμένεται να λάβει σημαντικό ποσό κεφαλαίων από το πρόγραμμα Next Generation EU της ΕΕ (0,9 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και 200 εκατ. ευρώ σε δάνεια) κατά την περίοδο 2021-2026, συμπεριλαμβανομένων των 157 εκατ. ευρώ προχρηματοδότησης που έλαβε το 2021. Τα ποσά αυτά προστίθενται στα κονδύλια του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου ύψους 1,0 δισ. ευρώ κατά την περίοδο 2021-2027.

Προστίθεται ότι η αναμενόμενη εκμετάλλευση των υπεράκτιων αποθεμάτων φυσικού αερίου αποτελεί μια άλλη δυνητική πηγή ανάπτυξης μακροπρόθεσμα, σε γενικές γραμμές, ωστόσο, οι αξιολογήσεις της Κύπρου εξακολουθούν να περιορίζονται από το μικρό μέγεθος της οικονομίας της που βασίζεται στις υπηρεσίες, γεγονός που την καθιστά ευάλωτη σε εξωτερικούς κλυδωνισμούς. Επιπλέον, τα επίπεδα παραγωγικότητας της εργασίας της οικονομίας παραμένουν σαφώς χαμηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ, καθώς σύμφωνα με τη Eurostat, το επίπεδο του ονομαστικού ΑΕΠ ανά εργαζόμενο στην Κύπρο ανήλθε μόλις στο 82,3% του μέσου όρου της ΕΕ27 το 2021.

Όσον αφορά τα δημοσιονομικά δεδομένα, οι ισορροπίες έχουν ανακάμψει σημαντικά από το σοκ του COVID-19. Το έλλειμμα του προϋπολογισμού της γενικής κυβέρνησης μειώθηκε στο 1,7% του ΑΕΠ το 2021 από 5,8% το 2020, καθώς η ισχυρή ανάκαμψη της οικονομικής ανάπτυξης κατά το προηγούμενο έτος οδήγησε σε σημαντική αύξηση των φορολογικών εσόδων. Τα συνολικά έσοδα της γενικής κυβέρνησης αυξήθηκαν σε ποσοστό 17,0% το 2021, χάρη στα υψηλότερα έσοδα από τον ΦΠΑ και τον φόρο εισοδήματος.

Τα πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι τα δημοσιονομικά αποτελέσματα συνέχισαν να βελτιώνονται αισθητά τους τελευταίους μήνες. Σύμφωνα με τα ενδιάμεσα στοιχεία, η γενική κυβέρνηση κατέγραψε πλεόνασμα 142 εκατ. ευρώ (0,6% του ΑΕΠ) κατά τους πρώτους επτά μήνες του 2022 έναντι ελλείμματος 711 εκατ. ευρώ (3,2% του ΑΕΠ) κατά την ίδια χρονική περίοδο του 2021, λόγω της αύξησης των ονομαστικών φορολογικών εσόδων και των χαμηλότερων δημοσιονομικών πιέσεων που σχετίζονται με την COVID-19. Το συνολικό δημοσιονομικό κόστος των μέτρων στήριξης COVID-19 αναμένεται να μειωθεί στο 0,4% του ΑΕΠ το 2022 από 3,0% το 2021 και 3,5% το 2020. Τα δημοσιονομικά αποτελέσματα το 2022 έχουν μέχρι στιγμής υπερβεί τις δημοσιονομικές προβλέψεις της κυβέρνησης στο πρόγραμμα σταθερότητας του Απριλίου 2022, το οποίο προέβλεπε ισοσκελισμένο προϋπολογισμό της γενικής κυβέρνησης το 2022 και πλεόνασμα 0,4% του ΑΕΠ το 2023.

Η DBRS Morningstar σημειώνει ότι δυνητικοί κίνδυνοι για τα δημόσια οικονομικά μπορεί να προκύψουν από τις παρατεταμένα υψηλές τιμές της ενέργειας, καθώς μπορεί να απαιτήσουν πρόσθετα μέτρα στήριξης μετά το 2023. Από τα τέλη του 2021, η κυβέρνηση έχει εφαρμόσει διάφορα μέτρα για να ανακουφίσει τον πληθυσμό από την αύξηση του κόστους της ενέργειας (π.χ. μείωση του ΦΠΑ στους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος των νοικοκυριών και μείωση των ειδικών φόρων κατανάλωσης στη βενζίνη), τα οποία, ωστόσο, σε μεγάλο βαθμό προβλέπεται να λήξουν το 2022. Το δημοσιονομικό κόστος των τρεχόντων μέτρων εκτιμάται σε 0,6 % του ΑΕΠ το 2022. Επιπλέον, μια ενδεχόμενη αποδυνάμωση της δυναμικής της οικονομικής ανάπτυξης θα επιβαρύνει πιθανότατα τα φορολογικά έσοδα.

Όσον αφορά τον υψηλό, αν και μειούμενο, δείκτη δημόσιου χρέους, ο οργανισμός αναφέρει ότι εξακολουθεί να αποτελεί αδύνατο σημείο της αξιολόγησης. Τα δημόσια οικονομικά έχουν επηρεαστεί έντονα από το σοκ του COVID-19, αλλά η δυναμική του χρέους έχει αρχίσει να αντιστρέφεται από πέρυσι. Το σοκ του COVID-19 οδήγησε σε έντονη αύξηση του λόγου χρέους της γενικής κυβέρνησης προς το ΑΕΠ στο 115,0% του ΑΕΠ στο τέλος του 2020 από 91,1% στο τέλος του 2019, λόγω της αύξησης του δημοσιονομικού ελλείμματος και της συρρίκνωσης του ονομαστικού ΑΕΠ.

Επιπλέον, η DBRS Morningstar σημειώνει ότι η έντονη αύξηση του ακαθάριστου δημόσιου χρέους οφείλεται εν μέρει στην έντονη αύξηση των ταμειακών αποθεμάτων της κυβέρνησης από 4,1% του ΑΕΠ στο τέλος του 2019 σε 16,7% στο τέλος του 2020. Η δυναμική του χρέους έχει αρχίσει να αντιστρέφεται το τελευταίο έτος με το χρέος της γενικής κυβέρνησης να μειώνεται στο 103,9% του ΑΕΠ στο τέλος του 2021, αν και εξακολουθεί να είναι υψηλό, λόγω της βελτίωσης των δημοσιονομικών εξελίξεων, της ανάκαμψης του ονομαστικού ΑΕΠ και της μερικής χρήσης του ταμειακού αποθέματος ασφαλείας της κυβέρνησης.

Η DBRS Morningstar αναμένει ότι η δυναμική του χρέους θα παραμείνει ευνοϊκή το 2022 λόγω των ισχυρών ενδιάμεσων δημοσιονομικών αποτελεσμάτων και της μεγάλης προβλεπόμενης αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ, η οποία προκύπτει τόσο από την ακόμη ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική όσο και από τη σημαντική αύξηση του αποπληθωριστή του ΑΕΠ που σχετίζεται με τις υψηλές πληθωριστικές πιέσεις. Το πρόγραμμα σταθερότητας της κυβέρνησης του Απριλίου 2022 προβλέπει ότι το χρέος της γενικής κυβέρνησης θα μειωθεί στο 93,9% του ΑΕΠ στο τέλος του 2022 και στο 76,7% στο τέλος του 2025.

Όσον αφορά τους κύριους κινδύνους για τα δημόσια οικονομικά, αυτοί φέρονται να προέρχονται από ένα πιθανό οικονομικό σοκ ή από την υλοποίηση ενδεχόμενων υποχρεώσεων που σχετίζονται με το ακόμη υψηλό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων στο τραπεζικό σύστημα. Επιπλέον, μια μεγαλύτερη από την αναμενόμενη σήμερα σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ θα μπορούσε να αυξήσει το κόστος χρηματοδότησης του Δημοσίου, το οποίο είχε μειωθεί αισθητά τα τελευταία χρόνια.

Η επιβάρυνση της κυβέρνησης με τόκους ανήλθε σε 1,7% του ΑΕΠ το 2021, από 3,0% το 2014. Βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, ωστόσο, οι κίνδυνοι από την αύξηση του κόστους χρηματοδότησης μετριάζονται εν μέρει από το σημαντικό ταμειακό απόθεμα ασφαλείας της κυβέρνησης που ανήλθε σε 12,9% του ΑΕΠ τον Αύγουστο του 2022 και το ευνοϊκό προφίλ χρέους, λόγω της επιμήκυνσης του χρόνου εξυπηρέτησης του χρέους τα τελευταία χρόνια. Η σταθμισμένη μέση διάρκεια του δημόσιου χρέους ανήλθε σε 7,7 έτη τον Ιούλιο του 2022, από 4,5 έτη τον Δεκέμβριο του 2012.

Το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο τραπεζικό σύστημα από την κρίση του 2012-2013 παραμένει πιστωτική αδυναμία. Αν και μειώθηκε αισθητά από 46,4% τον Δεκέμβριο του 2016 σε 11,2% τον Ιούνιο του 2022, λόγω των πωλήσεων και διαγραφών προβληματικών δανείων, εξακολουθεί να είναι σημαντικά υψηλότερος από τις περισσότερες άλλες οικονομίες της ζώνης του ευρώ. Ο μέσος δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων για τις οικονομίες της ζώνης του ευρώ ανήλθε σε 3,2% τον Μάρτιο του 2022.

Επιπλέον, αν και ο αντίκτυπος του COVID-19 στις μετρήσεις της ποιότητας του ενεργητικού ήταν μέχρι στιγμής περιορισμένος λόγω των κυβερνητικών μέτρων στήριξης και του προσωρινού μορατόριουμ δανείων μεταξύ Απριλίου 2020 και Ιουνίου 2021, η DBRS Morningstar σημειώνει ότι το απόθεμα των δανείων Σταδίου 2 αυξήθηκε αισθητά μετά το ξέσπασμα της πανδημίας. Τα δάνεια Σταδίου 2 αντιστοιχούσαν στο 15% των ακαθάριστων δανείων τον Ιούνιο του 2022, από 9% τον Δεκέμβριο του 2019. Η αύξηση των δανείων Σταδίου 2 οφείλεται σε ανοίγματα προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και ενδέχεται να υποδηλώνει αυξανόμενους κινδύνους για την ποιότητα του ενεργητικού. Το παραπάνω εξηγεί την αρνητική ποιοτική προσαρμογή στην αξιολόγηση του δομικού στοιχείου «Νομισματική πολιτική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα» της DBRS Morningstar. Επιπλέον, μια ισχυρότερη από την αναμενόμενη νομισματική σύσφιξη πολιτικής από την ΕΚΤ ενδέχεται επίσης να αυξήσει τους κινδύνους ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων, καθώς μεγάλο ποσοστό των εγχώριων δανείων έχει κυμαινόμενο επιτόκιο.

Αντιθέτως, η χρηματοπιστωτική σταθερότητα υποστηρίζεται από την ισχυρή κεφαλαιοποίηση του τραπεζικού τομέα, η οποία παρέχει ένα μαξιλάρι ασφαλείας έναντι εξασθένησης της ποιότητας του ενεργητικού και της συνεχιζόμενης χαμηλής κερδοφορίας. Ο μέσος δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας ανήλθε σε υψηλό 20,6% τον Ιούνιο του 2022. Επιπλέον, ο τραπεζικός τομέας επωφελείται από μια πολύ ισχυρή θέση ρευστότητας λόγω του υψηλού αποθέματος εγχώριων καταθέσεων, κυρίως καταθέσεων νοικοκυριών. Ο δείκτης καθαρής σταθερής χρηματοδότησης του τραπεζικού τομέα ανήλθε σε υψηλό 166% τον Ιούνιο του 2022.

Οι αξιολογήσεις λαμβάνουν υπόψη τη μείωση των επιπέδων χρέους του ιδιωτικού τομέα τα τελευταία χρόνια. Το ιδιωτικό μη χρηματοπιστωτικό χρέος (εκτός των SPEs) μειώθηκε στο 172% του ΑΕΠ τον Μάρτιο του 2022 από 276% τον Δεκέμβριο του 2015 και βρίσκεται πλέον σε παρόμοιο επίπεδο με τις περισσότερες άλλες οικονομίες της ζώνης του ευρώ (Μέσος όρος της ζώνης του ευρώ τον Μάρτιο του 2022: 169%). Επιπλέον, οι τιμές των κατοικιών αυξήθηκαν με πολύ βραδύτερο ρυθμό από ό,τι στις περισσότερες άλλες χώρες. Σύμφωνα με τη Eurostat, οι τιμές των κατοικιών στην Κύπρο αυξήθηκαν κατά 6,6% μεταξύ Μαρτίου 2015 και Μαρτίου 2022 σε σύγκριση με μέση αύξηση 44,3% για τις οικονομίες της Ευρωζώνης κατά την ίδια περίοδο.

Τα τελευταία δύο χρόνια, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της οικονομίας επηρεάστηκε έντονα από τις αντικρουόμενες επιδράσεις της ανάκαμψης των τουριστικών αφίξεων και, πιο πρόσφατα, της ανόδου των παγκόσμιων τιμών του πετρελαίου. Το 2021, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε στο ακόμη υψηλό 7,2% του ΑΕΠ από 10,2% το 2020, κάτι που σχετίζεται με την αύξηση των εξαγωγών του τομέα των υπηρεσιών, ιδίως του τουρισμού. Παρότι οι εξαγωγές υπηρεσιών τουρισμού συνέχισαν να αυξάνονται το 2022, το γεγονός αυτό υπεραντισταθμίστηκε από την έντονη αύξηση των παγκόσμιων τιμών του πετρελαίου, η οποία αύξησε το κόστος εισαγωγών πετρελαίου για εγχώρια κατανάλωση κατά 137% (σε ετήσια βάση) κατά το πρώτο εξάμηνο του 2022. Λαμβάνοντας υπόψη αυτή την επιδείνωση, το ΔΝΤ προβλέπει ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα διευρυνθεί στο 8,2% του ΑΕΠ το 2022.

Σε γενικές γραμμές, τα εξωτερικά οικονομικά δεδομένα επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από το ρόλο της Κύπρου ως χρηματοπιστωτικού κέντρου και τις δραστηριότητες των οντοτήτων ειδικού σκοπού (SPEs) που έχουν περιορισμένους δεσμούς με την εγχώρια οικονομία. Ο αντίκτυπος των SPEs είναι ιδιαίτερα ορατός όσον αφορά την αρνητική καθαρή διεθνή επενδυτική θέση της οικονομίας (NIIP), η οποία ανήλθε σε ποσοστό 105,5% του ΑΕΠ το β' τρίμηνο του 2022. Αν εξαιρεθούν τα εξωτερικά στοιχεία ενεργητικού και παθητικού που κατέχουν οι SPE, η αρνητική NIIP της οικονομίας μειώνεται στο 36,8%.

Επιπλέον, η DBRS Morningstar σημειώνει ότι η οικονομία των μη SPE έχει υποστεί σημαντική εξωτερική απομόχλευση τα τελευταία χρόνια. Όσον αφορά το καθαρό εξωτερικό χρέος, η οικονομία μη-SPE διέθετε καθαρή θέση ενεργητικού 32,5% του ΑΕΠ το β' τρίμηνο του 2022 σε σύγκριση με καθαρή θέση οφειλέτη 22,1% στο τέλος του 2014. Αυτή η εξωτερική απομόχλευση έλαβε χώρα παρά τη σημαντική διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών εκτός των ΣΟΕ από 1,4% του ΑΕΠ το 2017 σε 8,3% το 2021. Η διεύρυνση αυτή οφείλεται στη μεγάλη αύξηση του ελλείμματος πρωτογενούς εισοδήματος. Η κύρια πηγή εξωτερικής χρηματοδότησης της οικονομίας εκτός των SPE τα τελευταία χρόνια ήταν οι εισροές άμεσων επενδύσεων (κυρίως μετοχών και ακινήτων). Η στρέβλωση της συνολικής NIIP από τις SPE στηρίζει μια θετική ποιοτική προσαρμογή στο δομικό στοιχείο «Ισοζύγιο πληρωμών».

Στο μέλλον, η DBRS Morningstar αναμένει ότι η κυβέρνηση θα εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις που ενσωματώνονται στο σχέδιο ανάκαμψης της Κύπρου, το οποίο στοχεύει στην ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του δικαστικού συστήματος και της δημόσιας διοίκησης, στην καταπολέμηση της διαφθοράς και στην ενίσχυση της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης της οικονομίας. Η εφαρμογή του σχεδίου θα εξαρτηθεί από την ικανότητα της κυβέρνησης να συγκεντρώσει επαρκή υποστήριξη στο κοινοβούλιο για την ψήφιση της νομοθεσίας.

Όσον αφορά τη θεσμική ποιότητα, η DBRS Morningstar σημειώνει ότι η κατάταξη της χώρας στους Παγκόσμιους Δείκτες Διακυβέρνησης (π.χ. έλεγχος της διαφθοράς, κράτος δικαίου) έχει επιδεινωθεί τα τελευταία χρόνια και βρίσκεται πλέον κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Ταυτόχρονα, η DBRS Morningstar θεωρεί ότι η ιδιότητα της χώρας ως μέλους της ΕΕ αποτελεί σημαντικό θεμέλιο θεσμικής ποιότητας.

Όσον αφορά τέλος τις συνομιλίες για επανένωση που υποστηρίζονται από τα Ηνωμένα Έθνη, η DBRS Morningstar θεωρεί επί του παρόντος ότι οι πιθανότητες σημαντικής εξέλιξης παραμένουν περιορισμένες.