Τηλεόραση Ραδιόφωνο
υπεραγορα αγορα

Τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι καταναλωτές/δανειολήπτες αυτή την περίοδο τόσο λόγω του ότι αντιμετωπίζουν έναν υψηλό ρυθμό αύξησης των τιμών, όσο και λόγω της επιθετικής αύξησης των επιτοκίων που θα έχουν να καταβάλουν υψηλότερες δόσεις δανείων, τονίζει με δηλώσεις στο ΚΥΠΕ ο Οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας Μάριος Χρίστου.

«Σε σύγκριση με πριν δύο χρόνια όταν είχαμε αποπληθωρισμό (αρνητικό πληθωρισμό), η αύξηση του πληθωρισμού σήμερα είναι αρκετά μεγαλύτερη από αυτή που καταγράφεται», αναφέρει και τονίζει παράλληλα πως «βρισκόμαστε σε μια περίοδο αβεβαιότητας και δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το αύριο».

Ειδικότερα, ο κ. Χρίστου εξέφρασε την πεποίθηση ότι «θα είμαστε σε δύσκολη θέση τον Χειμώνα και μέχρι υπάρξουν – αν υπάρξουν - θετικές εξελίξεις στο Ουκρανικό που θα επιτρέψει να επανέλθουν οι τιμές της ενέργειας σε πιο χαμηλά επίπεδα».

Σημείωσε, ωστόσο, ότι η ανατίναξη του αγωγού Nord Stream στην Βόρεια Θάλασσα δεν θα επιτρέψει να επανέλθει η ροή φυσικού αερίου στην Ευρώπη στα προηγούμενα επίπεδα, έστω και αν τερματιστεί με κάποιο τρόπο ο πόλεμος στην Ουκρανία και υπάρξει συμφωνία, καθώς έχουν καταστραφεί οι υποδομές.

«Με την έκρηξη στον αγωγό Nord Stream, έστω και αν σταματήσει ο πόλεμος στην Ουκρανία και υπάρξει συμβιβασμός, η Ρωσία δεν θα έχει τη δυνατότητα δίδει φυσικό αέριο και πετρέλαιο στην Ευρώπη για να καλυφθεί η ζήτηση που υπάρχει», πρόσθεσε.

Ανέφερε ότι η λιγότερη παροχή ενέργειας στην Ευρώπη που αναμένεται να επιδεινωθεί λόγω και της ανατίναξης του αγωγού Nord Stream δεν γνωρίζουμε πόσο θα επηρεάσει «ακόμη περισσότερο το κόστος παραγωγής στην Ευρώπη».

Πάντως, ο Οικονομολόγος του Πανεπιστημίου Λευκωσίας εξέφρασε την πεποίθηση ότι σε κάποια στιγμή θα πρέπει οι τιμές να αρχίσουν να μειώνονται παρά το ότι το πρόβλημα που αφορά το κόστος της ενέργειας δεν έπαψε να υπάρχει.

Σε σχέση με το κόστος του δανεισμού που αυξάνεται με τις αυξήσεις των επιτοκίων, στις οποίες προχωρούν οι Κεντρικές Τράπεζες, ο κ. Χρίστου ανέφερε πως «οι δανειολήπτες που έχουν κυμαινόμενα επιτόκια θα πρέπει να είναι προετοιμασμένοι πως θα πληρώσουν υψηλότερους τόκους» και προσθέτει πως ένα δάνειο με υπόλοιπο 120.000 ευρώ και με αύξηση του επιτοκίου κατά 100 μονάδες βάσης (ή 1%) τότε θα πληρώσει επιπλέον τόκους 1.200 ευρώ, με την δόση να αυξάνεται κατά 100 ευρώ τον μήνα.  

«Επομένως, θα είναι πρόκληση για τους δανειολήπτες ειδικά για αυτούς που έχουν στεγαστικά δάνεια», υπογράμμισε.

Ανέφερε επίσης ότι πρόκληση θα είναι και για τις τράπεζες διότι στην ομαλοποίηση των κόκκινων δανείων έγιναν ρυθμίσεις εξόφλησης του δανείου ανάλογα με την οικονομική δύναμη των δανειοληπτών στη συγκεκριμένη περίοδο και πρόσθεσε ότι σήμερα με την αύξηση του κόστους ενέργειας και γενικά διαβίωσης τα νοικοκυριά δύσκολο θα μπορέσουν να παραμελήσουν αυτές τις δαπάνες για να πληρώσει το κόστους του δανεισμού τους.

«Άρα, ίσως να δούμε κάποια προβλήματα, εκ νέου, στα δάνεια που είχαν αναδιαρθρωθεί και αυτό θα είναι πρόκληση και για τους δανειολήπτες και για τις τράπεζες», πρόσθεσε.

Επιπλέον, ο κ. Χρίστου είπε ότι άρχισαν να φαίνονται και άλλα κοινωνικά προβλήματα όπως το πρόβλημα της στέγης, προσθέτοντας ότι «η απόκτηση ιδιόκτητης στέγης μπορεί για τα νέα ζευγάρια να είναι πλέον άπιαστο όνειρο».

Ανέφερε ότι τα νέα ζευγάρια θα πρέπει να συσσωρεύσουν ένα ποσό για να μπορέσουν να δανειστούν και να ανεγείρουν το σπίτι του και πρόσθεσε ότι αν τους ζητούμε να δώσουν το 30% του συνολικού κόστους του σπιτιού τους ή του διαμερίσματος τους αυτό θα είναι πάρα πολύ δύσκολο, ενώ σημείωσε ότι παράλληλα αυξάνονται και τα ενοίκια.

Πολιτική αύξησης επιτοκίων

Σε σχέση με την πολιτική αύξησης των επιτοκίων, ο κ. Χρίστου είπε ότι αυτά βρίσκονταν σε χαμηλά επίπεδα γεγονός που ήταν επιλογή των μεγάλων Κεντρικών Τραπεζών για να αντεπεξέλθουν στις υφεσιακές προκλήσεις που υπήρχαν λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007, της πανδημίας του κορωνοϊού στη συνέχεια και του πολέμου στην Ουκρανία.

Ανέφερε ότι σήμερα υπάρχει μια αναστροφή στη νομισματική πολιτική λόγω της αύξησης του πληθωρισμού με αποτέλεσμα να αυξάνονται τα επιτόκια για να αποτραπεί η κατανάλωση και πρόσθεσε ότι «το παράδοξο σήμερα είναι ότι ο λόγος αύξησης των επιτοκίων δεν οφείλεται στην αυξημένη ζήτηση αλλά στο αυξημένο κόστος παραγωγής και ιδιαίτερα το αυξημένο κόστος της ενέργειας».

«Ουσιαστικά η αύξηση των επιτοκίων δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την αύξηση της ζήτησης, πρώτο από τα νοικοκυριά καθώς οι δανειολήπτες πλέον είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν ένα μεγαλύτερο ποσό για να εξυπηρετούν τον δανεισμό τους, ενώ υπάρχει και υψηλός πληθωρισμός λόγω αύξησης των τιμών.

Δεύτερο, όπως είπε, «οι επιχειρήσεις λόγω αύξηση του κόστους του χρήματος δεν θα δανειστούν για να επενδύσουν στην επέκταση τους και ίσως λόγω της χαμηλής ζήτησης που θα υπάρχει να ξεκινήσουν να παράγουν λιγότερο».

Αναφορικά με τους λόγους που οι Κεντρικές Τράπεζες προχωρούν σε τέτοιες συνθήκες σε αύξηση των επιτοκίων, ο κ. Χρίστου εκτιμά ότι αυτή την στιγμή το ύψος των επιτοκίων ως εργαλείο άσκησης μακροοικονομικής πολιτικής και ιδιαίτερα νομισματοπιστωτικής πολιτικής δεν υπάρχει.

«Με το να έχουμε μηδενικά και αρνητικά επιτόκια για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ουσιαστικά καταλήξαμε στην φάση στο να αποποιηθούν οι Κεντρικές Τράπεζες της δυνατότητας χρήσης του εργαλείου άσκησης της πολιτικής τους», εξήγησε.

Ο κ. Χρίστου διερωτήθηκε κατά πόσον αυτή η επιθετική πολιτική αύξησης των επιτοκίων, μέχρι και 75 μονάδες βάσης, την οποία ακολουθούν οι Κεντρικές Τράπεζες σε ΗΠΑ και Ευρώπη το τελευταίο διάστημα είναι μια προσπάθεια «να επαναφέρουν το εργαλείο του επιτοκίου ως εργαλείο άσκησης πολιτικής».

«Μήπως αυτό που επιδιώκουν είναι να θέσουν σε ένα αρκετά υψηλό επίπεδο τα επιτόκια ώστε στην συνέχεια να προχωρήσουν στο επόμενο βήμα που θα είναι η αυξομείωση των επιτοκίων για να μπορούν να ασκούν πολιτική», ανέφερε και πρόσθεσε ότι «αν συμβαίνει αυτό το πράγμα τότε βλέπω σαν μια βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη την πολιτική των Κεντρικών Τράπεζων αύξησης των επιτοκίων απλώς για ενισχύσουν το εργαλείο που λέγεται επιτοκιακή πολιτική».

Κυπριακή οικονομία

Ο κ. Χρίστου είπε στο ΚΥΠΕ πως το θετικό για την Κύπρο είναι ότι η οικονομία λειτούργησε λόγω του τουρισμού παρά το γεγονός ότι υπήρξαν απώλειες στις τουριστικές αφίξεις λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και πρόσθεσε ότι η κυπριακή οικονομία δεν εισήλθε σε κύκλο ύφεσης ή συρρίκνωσης του ΑΕΠ, ενώ «δεν είχαμε πολύ μεγάλα ποσοστά ανεργίας καθώς δεν μας κόστισε ιδιαίτερα η κατάσταση που δημιουργήθηκε, παγκοσμίως».

Το αρνητικό, σύμφωνα με τον κ. Χρίστου, είναι ότι οι τιμές αυξάνονται λόγω του εισαγώμενου πληθωρισμού που οφείλεται στις τιμές ενέργειας, ενώ παράλληλα υπάρχει και ευκαιριακός πληθωρισμός, όπως είπε, καθώς ορισμένοι αύξησαν τις τιμές γιατί τους δόθηκε η ευκαιρία να προχωρήσουν σε αυξήσεις.

Ανέφερε, τέλος, και την αβεβαιότητα που επικρατεί λόγω των συνεχών απειλών της Τουρκίας.