Τηλεόραση Ραδιόφωνο
2

Ανυπακοή σε πρόνοιες της νομοθεσίας, που αφορά στη σύσταση και λειτουργία της Ανεξάρτητη Αρχή κατά της Διαφθοράς, επέδειξε Αξιωματικός της Αστυνομίας ο οποίος είχε κληθεί ως μάρτυρας στη διαδικασία, διαπιστώνει Ανεξάρτητη Αρχή κατά της Διαφθοράς, θέση με την οποία όπως αποκαλύπτεται, διαφώνησε ο Γενικός Εισαγγελέας. 

Σε σημερινή ανακοίνωσή της, η Αρχή αναφέρει ότι μετά από διεξαγωγή Έρευνας και αφού μελέτησε την Έκθεση των Λειτουργών Επιθεώρησης που είχε διορίσει, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «Αξιωματικός της Αστυνομίας, ο οποίος είχε κληθεί ως μάρτυρας στη διαδικασία, επέδειξε ανυπακοή σε πρόνοιες της νομοθεσίας που αφορά στη σύσταση και λειτουργία της Αρχής», σημειώνοντας συγκεκριμένα πως ο εν λόγω Αξιωματικός, ενώ προσήλθε ενώπιον των Λειτουργών Επιθεώρησης, δήλωσε ότι δεν είναι υποχρεωμένος να απαντήσει στις ερωτήσεις τους και απαντούσε κατά το δοκούν, αρνούμενος να απαντήσει σε κάποιες απ’ αυτές.

Όπως διευκρινίζει η Αρχή «το Άρθρο 8 (β), του περί της Σύστασης και Λειτουργίας της Ανεξάρτητης Αρχής κατά της Διαφθοράς Νόμου, 19 (I) / 2022, επιβάλλει υποχρέωση σε οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο λαμβάνει κλήση για παρουσίαση, είτε ενώπιον της Αρχής, είτε ενώπιον των Λειτουργών Επιθεώρησης, όχι μόνο να παραστεί, αλλά και να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις που του υποβάλλονται», ενώ σημειώνει πως «στην υποχρέωση αυτή, υπάρχει μία μόνο επιφύλαξη, δηλαδή ο μάρτυρας δύναται να μην απαντήσει μόνο σε οποιαδήποτε ερώτηση, η οποία κατατείνει να τον ενοχοποιήσει, ενώ παράβαση της υποχρέωσης αυτής, αποτελεί ποινικό αδίκημα».

Η Αρχή εξηγεί περαιτέρω πως η αλληλογραφία για το εν λόγω θέμα, ανταλλάγηκε μεταξύ του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, αφενός και του Επιτρόπου Διαφάνειας αφετέρου και έχει συμπληρωθεί, με τις δύο πλευρές να παραμένουν σταθερές στις αντίθετες θέσεις που εξέφρασαν.

Όπως συμπληρώνει «σε πρώτο στάδιο, η Αρχή απέστειλε τα σχετικά έγγραφα προς τον Γενικό Εισαγγελέα, με εισήγηση για διεξαγωγή ποινικής ανάκρισης και ενδεχόμενη ποινική δίωξη του πιο πάνω Αξιωματικού», για να προσθέσει πως ο Γενικός Εισαγγελέας, δεν ενέκρινε το πιο πάνω αίτημα, λέγοντας ότι από τη στιγμή που ο συγκεκριμένος Αξιωματικός ήταν από την αρχή υποκείμενο έρευνας και συνεπώς ύποπτος προς διάπραξη αδικημάτων, θα έπρεπε να του επιστηθεί η προσοχή στο Νόμο, να του επεξηγηθούν τα δικαιώματά του και ειδικότερα ότι δύναται να ασκήσει το δικαίωμα της σιωπής.

«Στην ουσία θα έπρεπε να εφαρμοστούν τα ελάχιστα δικαιώματα υπόπτου και η παραβίαση του συγκεκριμένου δικαιώματος εμποδίζει την οποιαδήποτε περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης», αναφέρει.

Επιπλέον, σημειώνει πως «ο Αξιωματικός ανταποκρίθηκε στην κλήση και παρουσιάστηκε παραδίδοντας τρισέλιδη απόρρητη δήλωση παρέχοντας πληροφορίες για την Έρευνα, απάντησε σε ερωτήσεις και μάλιστα οι Λειτουργοί Επιθεώρησης τον διαβεβαίωσαν σε διάφορα σημεία της μαρτυρίας ότι ‘δεν υπάρχει πρόβλημα’ να μην απαντά, αλλά θα έπρεπε να του τεθούν οι ερωτήσεις», με την Αρχή να προσθέτει ότι «οι τοποθετήσεις των Λειτουργών Επιθεώρησης πόρρω απέχουν από την εκδήλωση πρόθεσης καταγγελίας του Αξιωματικού».

Γενικός Εισαγγελέας: Χρήζουν τροποποίησης οι πρόνοιες της νομοθεσίας

Σχετικά με την επισήμανση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ότι πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας χρήζουν τροποποίησης και ότι υπάρχει η προθυμία της Νομικής Υπηρεσίας να συμβάλει θετικά σε μία τέτοια εξέλιξη, η Αρχή κατά της Διαφθοράς αναφέρει πως ο Επίτροπος Διαφάνειας απαντώντας στα πιο πάνω, ανέφερε πως «οι εξουσίες που διαθέτει η Αρχή είναι ερευνητικού και όχι ανακριτικού χαρακτήρα».

Σύμφωνα με τον Επίτροπο Διαφάνειας «αυτές μπορούν να παραλληλισθούν με τις εξουσίες των Ερευνητικών Επιτροπών που διορίζονται βάσει του περί Ερευνητικών Επιτροπών Νόμου, Κεφ. 44 ή ακόμη με τις αρμοδιότητες που διαθέτει η Επιτροπή Δεοντολογίας και Προστασίας του Αθλητισμού, δυνάμει του περί της Καταπολέμησης της Χειραγώγησης Αθλητικών Γεγονότων Νόμου, Ν.180(Ι)/2017» και συμπληρώνει πως «εκείνο που εφαρμόζει η Αρχή είναι το ίδιο που εφαρμόζουν όλες οι Ερευνητικές Επιτροπές εφόσον διαθέτουν ερευνητικές και όχι ανακριτικές εξουσίες. Δηλαδή δεν δίδεται σε οιονδήποτε μάρτυρα επίστηση της προσοχής του στο Νόμο με βάση τους Δικαστικούς Κανόνες ή να γίνει αναφορά σε δικαίωμα σιωπής. Επί τούτου έγινε επίκληση σχετικής νομολογίας η οποία αφορά σε Ερευνητικές Επιτροπές».

Η Αρχή κατά της Διαφθοράς θεωρεί ότι «η μόνη υποχρέωση που έχουν οι Λειτουργοί Επιθεώρησης που διορίζει, όταν ένας μάρτυρας προσέρχεται ενώπιόν τους για μαρτυρία, είναι να τον προειδοποιήσουν ότι δύναται να μην απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση κατατείνει σε ενοχοποίησή του, με βάση την επιφύλαξη του Άρθρου 8(β), του Νόμου», ξεκαθαρίζοντας ότι «οποιαδήποτε άλλη προειδοποίηση, βάσει των Δικαστικών Κανόνων, όπως επίστηση της προσοχής του στο Νόμο ή δικαίωμα σιωπής, παραπέμπει σε ποινική ανάκριση που δεν ισχύει στις διαδικασίες της Αρχής».

Εξάλλου, σημειώνει πως «το δικαίωμα της σιωπής έρχεται σε αντίθεση με τη ρητή πρόνοια του Άρθρου 8(β), του Νόμου, που υποχρεώνει οποιονδήποτε μάρτυρα ο οποίος προσέρχεται ενώπιον των Λειτουργών Επιθεώρησης να απαντά σε όλες τις ερωτήσεις και να παρέχει τις πληροφορίες που κατέχει» και προσθέτει πως «υιοθέτηση της θέσης του Γενικού Εισαγγελέως θα προκαλούσε πλήρη σύγχυση στους μάρτυρες εφόσον θα τους έφερνε αντιμέτωπους με εκ διαμέτρου διαφορετικές θέσεις (δικαίωμα σιωπής αφενός και υποχρέωση να απαντά σε ό,τι ερωτάται, αφετέρου)».

Επιπροσθέτως, η Αρχή θεωρεί ότι επίδειξη ευγένειας και δηλώσεις των Λειτουργών Επιθεώρησης «δεν είναι ικανές για να άρουν τις εκ του Νόμου υποχρεώσεις κάποιου μάρτυρος», σημειώνοντας πως «το γεγονός παραμένει ότι ο εν λόγω Αξιωματικός έλαβε Κλήση να παρουσιαστεί ενώπιον των Λειτουργών Επιθεώρησης η οποία αποτελείτο από 6 σελίδες, στις οποίες αναγράφονταν τόσο τα δικαιώματα, όσο και οι υποχρεώσεις του».

Εισήγηση για τροποποίηση της νομοθεσίας

Σε ό,τι αφορά στην εισήγηση του Γενικού Εισαγγελέα για τροποποίηση της σχετικής νομοθεσίας, η Αρχή εκφράζει την εκτίμηση ότι «στο παρόν στάδιο δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή», για να σημειώσει ότι «μία τέτοια διαδικασία θα ήταν χρονοβόρα και μέχρι να υπάρξει αποτέλεσμα, θα παρέλυε τις έρευνες της Αρχής».

Εξάλλου, αναφέρει ότι η νομοθεσία θεσπίστηκε το 2022, ήτοι πρόσφατα, και στη δημιουργία της συνέτειναν πολλοί θεσμοί και φορείς και κανένας δεν εισηγήθηκε τη συμπερίληψη των προνοιών που αναφέρει τώρα ο Γενικός Εισαγγελέας, πρόνοιες οι οποίες παραπέμπουν σε διαδικασίες ποινικής ανάκρισης και όχι έρευνας.

Η Αρχή σημειώνει πως «οποιαδήποτε ανυπακοή πλήττει τόσο το κύρος, όσο και την αποτελεσματικότητά της και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται άμεσα».

Τονίζει, επίσης, ότι στα πλαίσια των γενικότερων αρμοδιοτήτων της, η Αρχή και οι Λειτουργοί Επιθεώρησης απέστειλαν δεκάδες Κλήσεις για παρουσίαση τόσο μαρτύρων όσο και εγγράφων και σε όλες, μέχρι στιγμής, υπήρχε άμεση και αποτελεσματική ανταπόκριση, για να σημειώσει πως «η περίπτωση του εν λόγω Αξιωματικού αποτελεί τη μόνη εξαίρεση».

Στο μεταξύ, η Αρχή εξετάζει το ενδεχόμενο να καταχωρίσει η ίδια ως Κατήγορος ιδιωτικές ποινικές υποθέσεις σε περιπτώσεις ανυπακοής σε πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας και είναι σε επαφή με ιδιώτες δικηγόρους προς το σκοπό αυτό.

Σημειώνει ακόμα πως «παρά το γεγονός ότι ο Γενικός Εισαγγελέας αναφέρει ότι δεν τίθεται ζήτημα αρνητικού αντικτύπου σε μελλοντικές εισηγήσεις της Αρχής εφόσον η κάθε υπόθεση κρίνεται υπό το πρίσμα των δικών της περιστατικών, η Αρχή δεν συμμερίζεται αυτή την άποψη».

«Εκείνο που διαφαίνεται είναι ακριβώς το αντίθετο: ότι δηλαδή ο Γενικός Εισαγγελέας θα αρνείται να προχωρήσει σε ποινική ανάκριση οποιασδήποτε υπόθεσης διαφθοράς του αποστέλλει η Αρχή, με τη δικαιολογία ότι δεν τηρήθηκαν τα δικαιώματα του υπόπτου κατά την Έρευνα, ως αυτά περιγράφονται πιοπάνω. Μία τέτοια εξέλιξη θα πλήξει καίρια την αποτελεσματικότητα και το έργο που επιτελεί η Αρχή. Η μοναδική ορθή πορεία που πρέπει να ακολουθεί η Αρχή είναι η αυστηρή προσήλωση και εφαρμογή των προνοιών της δικής της νομοθεσίας», καταλήγει.