Τηλεόραση Ραδιόφωνο

«Σέβεται» τη σημερινή απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία «δυστυχώς δεν επιλύθηκε το θέμα της τροποποίησης του τίτλου του Βοηθού Γενικού Ελεγκτή», ανακοίνωσε τη Δευτέρα η Ελεγκτική Υπηρεσία, σημειώνοντας ότι επιφυλάσσεται όπως, κατά την ετοιμασία του Προϋπολογισμού του 2024 ζητήσει «όπως αρθεί η συνταγματική εκτροπή που προκλήθηκε από την γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα».

Σε ανακοίνωσή της αναφορικά με τίτλους αξιωματούχων «προβλεπόμενους εκ του Συντάγματος», η Ελεγκτική Υπηρεσία, αναφέρει ότι, στις 19.4.2022 το Υπουργείο Οικονομικών εξέδωσε εγκύκλιο προς τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, με την οποία καθόρισε ότι οι τίτλοι των δεύτερων τη τάξει στην Νομική Υπηρεσία, στην Ελεγκτική Υπηρεσία και στο Γενικό Λογιστήριο «δεν θα είναι αυτοί που προβλέπονται στο Σύνταγμα και στον περί Προϋπολογισμού Νόμο».

Ως προς τον Βοηθό Γενικού Ελεγκτή, όπως αναφέρεται, στην εγκύκλιο τροποποιείται ο τίτλος του σε «Βοηθό Γενικό Ελεγκτή» ενώ είχε προηγηθεί στις 24.3.2022 γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας» ο οποίος, αυτοβούλως, κάλεσε τους Προϊσταμένους των τριών επηρεαζόμενων αξιωματούχων να χρησιμοποιούν τους τίτλους που ο ίδιος καθόρισε, αντί τους συνταγματικά προβλεπόμενους, με το αιτιολογικό ότι υπάρχει αντίφαση μεταξύ του ελληνικού και του τουρκικού κειμένου του Συντάγματος».

«Στη γνωμάτευση εκείνη, ο Γενικός Εισαγγελέας είχε επιχειρηματολογήσει ότι ο τίτλος θα πρέπει να αλλάξει επειδή ο δεύτερος τη τάξει «δεν μπορεί και δεν πρέπει να παρουσιάζεται ή να αντιμετωπίζεται ως να είναι “ο βοηθός του” ιεραρχικά προϊσταμένου της Υπηρεσίας»», αναφέρεται.

Η ΕΥ αναφέρει ότι, στη βάση της πιο πάνω γνωμάτευσης, το Υπουργικό Συμβούλιο περιέλαβε στο νομοσχέδιο του Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού του 2022 πρόνοια ανάλογη με την υπό αναφορά Εγκύκλιο ενώ στις 31.6.2022 η Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε κατά οριακή πλειοψηφία το νομοσχέδιο σε νόμο.

«Για την εγκύκλιο και τον νόμο η Υπηρεσία μας κατέθεσε αντίστοιχα αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 139 του Συντάγματος», προστίθεται.

Αναφέρει ότι το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε «δύο τεκμηριωμένες και απόλυτα σεβαστές αποφάσεις», σημειώνοντας, ότι, «χωρίς να υπεισέλθει στην ουσία ως προς την ορθή χρήση των σχετικών τίτλων, απέρριψε και τις δύο αιτήσεις αποδεχόμενο εγερθείσα προδικαστική ένσταση».

«Συγκεκριμένα, τόσο ο Γενικός Εισαγγελέας όσο και ο νομικός σύμβουλος της Βουλής των Αντιπροσώπων παρέθεσαν στις αγορεύσεις τους μεγάλο αριθμό προδικαστικών ενστάσεων καλώντας το Ανώτατο Δικαστήριο όπως μη υπεισέλθει στην ουσία της υπόθεσης. Όντως αυτό έγινε», σημειώνει.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, προσθέτει, «αποδέχθηκε μία εκ των κοινών προδικαστικών ενστάσεων και αποφάσισε ότι, για να υπάρχει ενεργοποίηση του άρθρου 139 του Συντάγματος, θα πρέπει να υπάρχει παραβίαση των κατοχυρωμένων εξουσιών του οργάνου ή αρχής που επικαλείται το άρθρο αυτό, κάτι που εδώ δεν υπήρχε». 

Σημειώνεται ότι από τις δύο ομόφωνες Αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου προκύπτουν ότι, το Ανώτατο Δικαστήριο, «παρόλον ότι απέφυγε να υπεισέλθει στην ουσία της υπόθεσης, το ίδιο δεν χρησιμοποίησε στο κείμενο των Αποφάσεών του τον τίτλο «Βοηθός Γενικός». Έτσι, όταν χρειάστηκε να γίνει αναφορά στον Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα αυτός αναγράφτηκε ως «ΒΓΕ» και όταν χρειάστηκε να γίνει αναφορά στον Βοηθό Γενικού Ελεγκτή αυτός αναγράφτηκε ως «Βοηθός»», αναφέρεται.

Σημειώνεται ακόμη, ότι, το Ανώτατο Δικαστήριο «επιβεβαίωσε τις ρητές πρόνοιες του Συντάγματος αναφέροντας επί λέξει ότι «ο Γενικός Ελεγκτής προΐσταται της Ελεγκτικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας και ο Βοηθός έπεται αυτού», καθώς και ότι «τον έλεγχο και “πάσαν ετέραν εξουσίαν …υπηρεσίαν ή καθήκον” διενεργεί ο Γενικός Ελεγκτής βοηθούμενος από τον Βοηθό»».

«Η επιβεβαίωση των πιο πάνω δεν συνάδει με το υπόβαθρο της γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα που αναφέρεται πιο πάνω, σύμφωνα με το οποίο ο δεύτερος τη τάξει «δεν μπορεί και δεν πρέπει να παρουσιάζεται ή να αντιμετωπίζεται ως να είναι “ο βοηθός του” ιεραρχικά προϊσταμένου της Υπηρεσίας»», συνεχίζει η ανακοίνωση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας.

Η ΕΥ σημειώνει ακόμη, ότι στη σημερινή Απόφασή του, το Ανώτατο Δικαστήριο «απέρριψε τη θέση του Γενικού Εισαγγελέα περί διαφοροποίησης της θέσης του Γενικού Ελεγκτή από τη θέση του Γενικού Εισαγγελέα ως προς τη δυνατότητα οργάνου ή αρχής να προσφεύγουν στο Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 139 του Συντάγματος και ταυτοποίησε την υπόσταση, αρμοδιότητες και εξουσίες των δύο θεσμών ως προς το θέμα τούτο».

«Τούτο επιβεβαιώνει την εκ του Συντάγματος ανεξαρτησία του θεσμού του Γενικού Ελεγκτή που προβλέπεται μάλιστα και στο κοινοτικό κεκτημένο», αναφέρει.