Τηλεόραση Ραδιόφωνο
12345-2 (2).jpg

Αυτός ο τόπος κρύβει χιλιάδες ιστορίες, όπως και κάθε τόπος άλλωστε. Ιστορίες που μοιάζουν φανταστικές αλλά είναι πέρα για πέρα αληθινές. Όλοι γνωρίζουμε ότι οι ιστορίες των παππούδων μας, είναι οι μνήμες του τόπου μας. Αξίζει να τις ακούσουμε, να τις διαβάσουμε.

Ο άνθρωπος είναι σαν ένα βιβλίο. Το καθένα έχει την δική του ξεχωριστή ιστορία. Τα δικά του συγκλονιστικά γεγονότα που καθορίζουν την κάθε του σελίδα…

Σήμερα ξεφυλλίζουμε το βιβλίο ενός αγαπημένου παππού από την Επισκοπή Λεμεσού.  Μας περιγράφει το πιο συγκλονιστικό γεγονός που βίωσε στη ζωή του. Ήταν 17 ετών τότε και η ιστορία του έγινε γνωστή σε όλα τα χωριά της επαρχίας Αμμοχώστου. Από πτώση κεραυνού “έχασε”  σχεδόν όλα του τα ζώα και ο ίδιος σώθηκε από θαύμα. Στο ίδιο χωριό, μερικά χρόνια πριν, κεραυνός σκότωσε ένα 16χρονο αγόρι ενώ της θείας του που στεκόταν δίπλα του, της έκαψε τα ρούχα.   

Ο κύριος Προκόπης Πόλια αναφέρει στο ant1lıve:

«Γεννήθηκα στην Αχερίτου (κατεχόμενο χωριό της επαρχίας Αμμοχώστου) το 1937. Μετά την εισβολή έμεινα στο Τέσσερα Μίλι μέχρι και το 1975 και στη συνέχεια στην Επισκοπή της Λεμεσού όπου ζω μέχρι σήμερα.

Είχα 12 αδέλφια αλλά οι 6 καταφέραμε να ζήσουμε. Τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα τότε…

Ήμουν βοσκός στο επάγγελμα. Από μικρός θυμάμαι   αγαπούσα και φρόντιζα τα ζώα.

Το γεγονός που σημάδεψε ολόκληρη τη ζωή μου…

Ήταν 4 Μάιου του 1954 και ήμουν 17 ετών. Ο καιρός φαινόταν καλός, άλλωστε ήταν Μάιος, σχεδόν καλοκαίρι. Πήρα τις κατσίκες και βγήκαμε στα χωράφια για να βοσκήσουν.

Κάποια στιγμή ο ουρανός μαύρισε και κατάλαβα ότι θα ερχόταν καταιγίδα. Λίγα μέτρα μακριά υπήρχε μια σπηλιά και οδήγησα τα ζώα μου προς τα εκεί.  Υπήρχε όμως ακόμα ένας βοσκός που έκανε ακριβώς το ίδιο. Όταν όμως άρχισαν να μπαίνουν στη σπηλιά τα δικά μου ζώα πρώτα, μου είπε «Δεν μας χωρεί ρε Προκόπη ούλλους δαμέ, φεύκω ». Έτσι, έμειναν μέσα στη σπηλιά μόνο τα δικά μου ζώα. Εγώ με τον σκύλο μου βλέπαμε την βροχή. Ήταν πολύ δυνατή καταιγίδα, θυμάμαι μετά που όλος ο κόσμος σχολίαζε την τόσο δυνατή βροχή εκείνης της ημέρας.

Άκουγα τους κεραυνούς μα δεν μπορούσα να φανταστώ το τι θα ακολουθούσε…

Ξαφνικά ένας κεραυνός έπεσε ακριβώς πάνω από τη σπηλιά…

Ακούστηκε ένας εκκωφαντικός θόρυβος και δεν θυμάμαι τι έγινε μετά. Εγώ βρέθηκα λιπόθυμος λίγα μέτρα μακριά από τη σπηλιά και με το κεφάλι γεμάτο αίματα. Τα περισσότερα ζώα μου ήταν νεκρά. Συγκεκριμένα: πέθαναν 29 κατσίκες και έζησαν μόνο οι 11. Μύριζαν καμένο μα το παράξενο ήταν ότι, ενώ τότε υπήρχαν γύπες στην Κύπρο, δεν πλησίασαν τα ζώα, ούτε καν άγριοι σκύλοι να τα φάνε. Δεν μπορέσαμε να τα θάψουμε, ήταν εκεί για χρόνια…

Όταν συνήλθα και κατάλαβα τι έγινε, τρόμαξα. Πάνω από τη σπηλιά υπήρχε μια τρύπα που προκλήθηκε από την πτώση του κεραυνού. Μάλλον εκείνες οι πέτρες προκάλεσαν το χτύπημα στο κεφάλι. Έχω ακόμη το σημάδι…  

12345-2 (1).jpg

Δεν θα ξεχάσω τον φόβο στο πρόσωπο του πατέρα μου όταν με είδε με τα αίματα στο κεφάλι. Όλο το χωριό έτρεξε τότε να μάθει τι έγινε. Η μάνα μου θυμάμαι με είχε πάρει σε μια γριά που ήξερε να βγάζει το φόβο από τους ανθρώπους. Μου είχε πει «εσένα άγιος σε έσωσε γι ΄αυτό βρέθηκες τόσα μέτρα μακριά από τη σπηλιά. Σε τράβηξε έξω, αλλιώς θα πέθαινες όπως και τα κατσίκια σου».

Το χωριό με συγκίνησε…

Όλο το χωριό έτρεξε να μας συμπαρασταθεί. Μάλιστα, για να μας φτιάξουν ξανά κοπάδι, μας έδιναν από τα δικά τους, άλλος ένα κατσίκι, άλλος δυο, μέχρι που μας συμπλήρωσαν των αριθμό των νεκρών ζώων. Έτσι ήταν εκείνα τα χρόνια, ο πόνος σου, ήταν και δικός του γείτονα, του συγχωριανού σου.

Ξέρω ότι ακούγεται σαν παραμύθι…

Μια φανταστική ιστορία που διηγείται απλά ένας παππούς. Δεν είναι όμως. Είναι αληθινή! Τότε μάλιστα είχε μαθευτεί και στα γύρω χωριά. Όπου και αν πήγαινα, ήξεραν πως εγώ ήμουν ο βοσκός που ο κεραυνός μου σκότωσε τα ζώα και που από υπερβολική τύχη έστεκα μπροστά τους.

Ο κόσμος τότε θυμήθηκε και μια άλλη ιστορία, ενός 16χρονου συγχωριανού μου που τον σκότωσε ο κεραυνός.

Ήταν 28/12/1935 όταν ο 16χρονος Σπύρος Γεωργίου Σταυρή, επέστρεφε πεζός από το Βαρώσι μαζί με δυο θείες του που πήγαν τα παιδάκια τους στο γιατρό.

Η μια θεία του μαζί με τα δυο παιδιά της ήταν πάνω στο γαϊδούρι και ο Σπύρος τραβούσε το ζώο από το σχοινί. Έβρεχε και έριχνε κεραυνούς. Ένας κεραυνός σκότωσε τον Σπύρο ενώ της θείας του που στεκόταν δίπλα του, της έκαψε μόνο τα ρούχα.

Όταν το έμαθαν ο πατέρας και ο θείος του Σπύρου, πήραν την καρέττα , στον τόπο του δυστυχήματος , πήραν το νεκρό σώμα του παλικαριού και το έφεραν στο χωριό για τα περαιτέρω.   

Ευτυχώς υπάρχει η μνήμη που κρατάει τα πιο σημαντικά…

Όσα χρόνια και αν περάσουν στον νου μας τα γεγονότα πάντα θα ζωντανεύουν, σαν μια κασέτα που την βάζεις σε επανάληψη και ξεκινάει να παίζει μπροστά σου, είσαι ξανά εκεί, στην ίδια κατάσταση, με τα ίδια συναισθήματα…».