Τηλεόραση Ραδιόφωνο
αστυνομια εγκλημα

Δολοφονίες, ξυλοδαρμοί και ακραίες συμπεριφορές στην κυπριακή κοινωνία. Αύξηση του εγκλήματος καταγράφεται τα τελευταία χρόνια στο νησί μας. Καθημερινά γινόμαστε μάρτυρες αποτρόπαιων συμπεριφορών, τα οποία αποτελούν πλέον περιστατικά «ρουτίνας», κάτι που πρέπει να προβληματίσει τις αρμόδιες υπηρεσίες. 

Σε παρέμβαση της στην εκπομπή του ΑΝΤ1, «Μέρα Μεσημέρι», η εγκληματολόγος και κοινωνιολόγος, Δήμητρα Τσίτση, ανέφερε πως στην Κύπρο ανέκαθεν η κοινωνία μιμούνταν καταστάσεις που συνέβαιναν στο εξωτερικό.

«Οτιδήποτε γίνεται σε άλλη χώρα εκτός Κύπρου, τότε, το ακολουθούμε στην πορεία των δύο - τριών χρόνων. Το παράξενο είναι πως δεν ξαφνιαζόμαστε με αυτά τα οποία συμβαίνουν στην κοινωνία. Τα θεωρούμε απλά περιστατικά ρουτίνας και είναι κάτι που πρέπει να μας προβληματίσει», είπε η κ. Τσίτση.

Η παιδεία αλλά και η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας είναι παράγοντες, σύμφωνα με την εγκληματολόγο, που παίζουν σοβαρό ρόλο στην άνθιση του εγκλήματος.

«Τα παιδιά μιμούνται και όταν μιμούνται φτάνουμε σε αυτά αποτελέσματα. Δεν υπάρχουν τα όρια, δεν υπάρχουν οι σωστές ποινές και δεν υπάρχει το σωστό σύστημα που πρέπει να έχει μια κοινωνία», τόνισε εμφαντικά.

Την ίδια ώρα, επισήμανε πως δεν υπάρχουν παραδειγματικές ποινές σε άτομα που προβαίνουν σε εγκληματικές πράξεις.

«Από εκεί και πέρα πως μπορεί το επόμενο άτομο που μπορεί να διαπράξει ένα παρόμοιο έγκλημα όταν δεν έχει την ανάλογη ποινή πώς μπορεί να το σταματήσει;», αναφέρει διερωτώμενη η εγκληματολόγος.

Εξέφρασε την άποψη πως υπάρχουν εγκλήματα που δεν μπορούσαν να διανοηθούν πως θα υπήρχαν σε μια κλειστή κοινωνία όπως η Κύπρος.

Δεν υπάρχει μικρό και μεγάλο έγκλημα. Υπάρχει το έγκλημα. Δεν υπάρχει βεβαίως, κοινωνία χωρίς το έγκλημα. Πρέπει να υπάρχει άμεση διαδικασία αυτή τη στιγμή. Πώς μπορεί να έχουμε πολύ κοντινά ποσοστά με τη Βρετανία;

Καταλήγοντας, υπογράμμισε πως πρέπει να υπάρχει πρόληψη από τις αρμόδιες υπηρεσίες για μειωθούν τα ποσοστά εγκλήματος.

Όταν δεν υπάρχει πρόληψή και άμεση ανταπόκριση σε κάποια περιστατικά αντιλαμβανόμαστε που φθάνουμε. Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε περισσότερο.