Την απογοήτευσή της για την καθυστέρηση που παρατηρείται στη λήψη ενεργειών και αποφάσεων για την επίλυση των προβλημάτων των μελών του Συνδέσμου Καταθετών Λαϊκής (ΣΥΚΑΛΑ) εξέφρασε την Παρασκευή η Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, Αννίτα Δημητρίου η οποία συναντήθηκε με τον Πρόεδρο του Συνδέσμου, Άδωνι Παπακωνσταντίνου και τα μέλη. Αποστολάκη Κυπριανού και Χρίστο Ανδρέου.
Σύμφωνα με ανακοίνωση της Βουλής, «στο πλαίσιο της συνάντησης, ο πρόεδρος του ΣΥΚΑΛΑ ανέλυσε τους στόχους και τις δράσεις του συνδέσμου και αναφέρθηκε συνοπτικά στα γεγονότα που εξελίχθηκαν έπειτα από την εξυγίανση της Λαϊκής Τράπεζας Κύπρου». Αναφέρθηκε επίσης στη δημιουργία του Εθνικού Ταμείου Αλληλεγγύης.
Ειδικότερα, οι εκπρόσωποι του συνδέσμου ανέφεραν, μεταξύ άλλων, ότι ο ΣΥΚΑΛΑ αποτελείται από μέλη που απώλεσαν τις καταθέσεις τους για τη διάσωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Δημοκρατίας, ωστόσο επί σειρά ετών το κράτος δεν έχει προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες για τη σε βάθος χρόνου αποζημίωσή τους.
Όπως οι ίδιοι ανέφεραν, στο μεσοδιάστημα έχει πραγματοποιηθεί σειρά συναντήσεων με κρατικούς αξιωματούχους, καθώς και αριθμός συνεδριάσεων των αρμόδιων κοινοβουλευτικών επιτροπών.
Πάρα ταύτα, όπως επεσήμαναν, δεν έχει προκύψει οποιοδήποτε ουσιαστικό αποτέλεσμα, ενώ παράλληλα οικονομικές προτάσεις και εισηγήσεις που έχουν υποβληθεί εκ μέρους του συνδέσμου έχουν αγνοηθεί.
Περαιτέρω, ο πρόεδρος του ΣΥΚΑΛΑ, αναφερόμενος στην Επιτροπή Διαχείρισης του Ταμείου Αλληλεγγύης, το οποίο ιδρύθηκε με στόχο την αναπλήρωση των απωλειών που υπέστησαν οι καταθέτες, δήλωσε ότι αυτή υπολειτουργεί και δεν έχει παραγάγει οποιοδήποτε σημαντικό έργο, ενώ από την ίδρυσή της έχει συνέλθει ελάχιστες φορές.
Από την πλευρά της, η Πρόεδρος της Βουλής, σύμφωνα με την ανακοίνωση, «αντιλαμβανόμενη τις ανησυχίες των εκπροσώπων του συνδέσμου, εξέφρασε την απογοήτευσή της για την καθυστέρηση που παρατηρείται στη λήψη ενεργειών και αποφάσεων για την επίλυση του προβλήματος».
Σημείωσε ότι «θα συνδράμει στην προώθηση του ζητήματος και την ενημέρωση των αρμόδιων κρατικών αξιωματούχων και φορέων, με απώτερο σκοπό την τάχιστη και δίκαιη, εντός των πλαισίων του νόμου, επίλυση του προβλήματος».