Τηλεόραση Ραδιόφωνο
ριτσαρλισον

Έπρεπε να περάσουν πέντε μέρες. Να γίνουν τριπλάσια παιχνίδια. Με εκπλήξεις, με μεγάλες εκπλήξεις, με καλό και κακό ποδόσφαιρο, με οτιδήποτε προβλέπεται σ' ένα τουρνουά. Αλλά όχι ότι προσδοκάται από ένα Παγκόσμιο Κύπελλο. Πόσο μάλλον τι χρειάζεται το συγκεκριμένο, παράδοξο, περίεργο, ασυνήθιστο, βαρύ Παγκόσμιο Κύπελλο.

Εικόνες. Στιγμές. Να μείνουν. Να ταυτίσουν και να ταυτιστούν με δαύτο. Όπως τόσες και τόσες φορές στο παρελθόν. Να διαμορφώσουν κοινή μνήμη, συλλογική ανάμνηση. Να κρατήσουν σε αυτήν τούτο το χειμωνιάτικο, fast track Μουντιάλ στον πιο αδόκιμο απ’ όλους μέχρι τώρα στην ιστορία τόπο.

Έγινε. Ακριβώς στο φινάλε της πρώτης αγωνιστικής. Με παρούσα στο γήπεδο την ομάδα που όσο καμιά έχει φροντίσει για τη μυθολογία του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Με εικόνα απολύτως ταιριαστή με δαύτη, έτοιμη να πάρει, ήδη στο πάνθεο.

Ο εξτρέμ από αριστερά. Μα να ακουμπάει το τόπι μόνο με το δεξί. Να το νιώθεις πως δεν βλέπει τον αντίπαλό του, αλλά μόνο τον τρόπο που θα τον γονατίσει, θα τον ξευτιλίσει. Το ψάχνει σε κάθε του επαφή με την μπάλα, πλησιάζοντας την περιοχή. Τα μέτρα που του δίνει ο αμυνόμενος περιορίζουν τις ορέξεις, όχι όμως και τις επιλογές του επιτιθέμενου.

Η τελευταία επαφή με το εξωτερικό, στα όρια του μύτου. Η μπάλα ίσα που σηκώνεται από το έδαφος, άφαλτση, κοφτή κατευθύνεται στον παραλήπτη.

Μικρό ταξίδι, σκάρτα δέκα μέτρα, αλλά το όλο, ικανό να... ξευτιλίσει τον συμπαίκτη πλέον, όχι τον αντίπαλο. Τέτοιες μπαλιές, αν δεν συναντηθούν σωστά, εύκολα καταλήγουν σε ξεφλούδισμα ή -ακόμη χειρότερα- στα πουλιά.

Ο φουνταριστός εκεί ακριβώς που περιμένει κανείς να βρίσκεται. Στα όρια της βούλας. Δεν επιχειρεί το επικίνδυνο, σουτ δηλαδή με μία, όντας κάθετα στην εστία. Κοντρολάρει με το αριστερό για να σηκώσει από τα όρια του χορταριού την μπάλα. Οι αμυντικοί βρίσκουν τον χρόνο να ζυγώσουν. Αν η μπάλα απλώς έπεφτε, δεν θα είχε χώρο μήτε χρόνο να κάνει τίποτα.

Επιλέγει να συνεχίσει με το αδιανόητο. Γυρίζει το κορμί, οριζοντιώνεται στον αέρα, φέρνοντας το παράλληλα με το έδαφος και με γυριστό, βρίσκει την μπάλα ακριβώς στο κατάλληλο ύψος, την ιδανική στιγμή για να την στείλει στην εστία.

Ζωγραφιά. Ποίηση. Τέχνη. Η στιγμή. Η εικόνα. Το γκολ του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Η θύμηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου.

Ό,τι και να γίνει από εδώ και πέρα, όποιος και αν το κάνει. Γιατί αυτό έγινε από την Βραζιλία. Από Βραζιλιάνο. Με συνδυασμό βραζιλιάνικο. Βγαλμένο από άλλες θύμησες, από άλλα παραμύθια.

Και το έκανε το "9" της Βραζιλίας. Επιτέλους, Παγκόσμιο Κύπελλο.

Κάτι παραπάνω από 600 χιλιόμετρα

Η ιστορία του... ποιητή μπορεί να μην διαφέρει από μύριες όσες συμπατριωτών του - ίσα ίσα, που τείνουν τα όρια του κλισέ - αλλά και αυτή του Ρισάρλισον, ενισχύει το σκηνικό του εκπληκτικού του δεύτερου γκολ κόντρα στη Σερβία, υπογραμμίζοντας το πλαίσιο της.

Η μπάλα και δικό του αποκούμπι μεγαλώνοντας. Αλλά, δεν το είχε. Δεν του έβγαινε. Είχε χάσει το μέτρημα από τις αποτυχημένες δοκιμές στις οποίες πήρε μέρος. Δεν έπειθε, δεν έκανε, τον "έκοβαν" συνέχεια.

Αυτός εκεί όμως. Να ξεπατικώνει τις κινήσεις του ποδοσφαιρικού του ειδώλου, του Fenomeno, μπας και η μνήμη πλέον του δικού του κορμιού, κάποια στιγμή, αντανακλαστικά τις επιστρατεύσει στο γήπεδο.

Χωρίς -κακά τα ψέματα- να μοιάζει να έχει κάποια άλλη ελπίδα. Τίποτα το ιδιαίτερο σε όψη, τεχνική, ταχύτητα, αποτελεσματικότητα, όχι μόνο δεν ξεχώριζε, περνούσε αδιάφορος.

Το πείσμα όμως και η πίστη, όσο και αν αρκετές φορές οδηγούν κατ' ευθείαν σε τοίχο ειδικά όταν είσαι ο μόνος που δεν τον βλέπει, στη συγκεκριμένη βοήθησαν. Παγωτά και ζαχαρωτά στους δρόμους πουλούσε για να ενισχύει τη φαμίλια και έτσι να μην (την) επιβαρύνει με το μεράκι του.

Έμενε στο σπίτι του θείου του - φορ στα νιάτα του, δεκάρι ο πατέρας του, οι δυο τους ήταν που του έδωσαν, απτά, στα μάτια του, τις περισσότερες ποδοσφαιρικές παραστάσεις - για να γλιτώνει τις δυο δεκάρες έστω από εισιτήρια των μετακινήσεων που χρειάζονταν για να πάει στις προπονήσεις.

Λίγο έφτασε να παρατήσει το σχολείο -όχι πως θα ήταν κάποια είδηση για παιδί του δικού του κοινωνικοοικονομικού στάτους στην Βραζιλία- ώστε να έχει χρόνο για να συνδυάζει μεροκάματο και μπάλα. Ακόμη και έτσι, η διαδρομή κάπου είχε τέρμα.

Σε ηλικία που άλλοι συμπατριώτες του είναι φίρμες, έτοιμοι για επαγγελματική καριέρα, δόξα και χρήμα, αυτός ακόμη έψαχνε τρύπα στο ρόστερ κάποιας ομάδας. Σε όποια ομάδα.

Στα 17,5 λοιπόν έπαιξε ρέστα. Κυριολεκτικά. Ό,τι είχε και δεν είχε το επιστράτευσε για ένα τελευταίο δοκιμαστικό. Οικονομικά αυτό το ό,τι, ίσα που τον έβγαζε για ένα εισιτήριο για να κάνει τα 600 χιλιόμετρα ως το Μπέλο Ορίζοντε, όπου τον περίμενε το trial της Ατλέτικο Μινέιρο, ομάδα τότε της δεύτερης κατηγορίας του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου.

Μετ' επιστροφής δεν τον έπαιρνε. Κυριολεκτικά δεν τον έπαιρνε. Είχε φτάσει στο τέρμα, έβλεπε πλέον και ο ίδιος αυτόν τον τοίχο που όλοι οι υπόλοιποι σε όλη του την εφηβεία, του έδειχναν.

Τον έσπασε. Πέρασε από μέσα. Έκανε το καλύτερο παιχνίδι της (ως τότε) ζωής του, έπεισε αυτούς που τον έβλεπαν και ανήμερα Χριστούγεννα πριν μόλις οκτώ χρόνια, 4,5 μήνες πριν την ενηλικίωσή του, υπέγραψε το πρώτο επαγγελματικό συμβόλαιο.

Η ρωγμή του χρόνου

Αυτό ήταν. Από τη στιγμή που βρήκε τη ρωγμή που έψαχνε, έφτιαξε μία και στη δική του πορεία. Από εκεί και πέρα, δεν κοίταξε ξανά πίσω του. Το κορμί άντρεψε, ό,τι του έλειπε, το έβρισκε πλέον.

Μέσα σε έξι μήνες έγινε βασικός, σε έναν χρόνο έπαιξε στο Brasileirao, σε δύο πήρε την πρώτη του μεταγραφή (Φλουμινένσε), μπαίνοντας πλέον στην προστατευτική -αλλά και εφόσον μπεις εκεί- και προωθητική ομπρέλα της βραζιλιάνικης ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας με τις πρώτες του κλήσεις στις αναπτυξιακές εθνικές ομάδες.

Η πρόοδος του πια, πιο γρήγορη και από τον χρόνο που είχε χάσει. Δυόμιση χρόνια μετά από εκείνο το all in με το ύστατο δοκιμαστικό, περνούσε τον Ατλαντικό.

Από εκεί που μέτραγε τα ρέστα του, έπαιρνε μεταγραφή 12 εκατομμυρίων ευρώ. Και από το ερασιτεχνικό επίπεδο, έφτασε στην Premier League, αγορά της Γουότφορντ, καλοκαίρι του ’17 και ντεμπούτο, ερχόμενος από τον πάγκο, κόντρα στη Λίβερπουλ.

Συνέχισε με το πόδι πατημένο στο γκάζι. Παρότι πέτυχε μόλις πέντε γκολ στην παρθενική του σεζόν στο Νησί, στο τέλος της ήρθε μια ακόμη ανελικτική μεταγραφή, η δεύτερη ακριβότερη της ιστορίας της Εβερτον (40 εκατομμύρια).

Ήρθε και το ντεμπούτο στην "πεντακαμπέαο" (σ' ένα φιλικό με τις ΗΠΑ, Σεπτέμβριο του '18), ήρθε και το ξεκάθαρο προβάδισμά του έναντι του ανταγωνισμού στην ιεραρχία του εκλέκτορα.

Παρέμεινε ως και τα γήπεδα του Κατάρ, παρά την γκρίνια. Πάντα υπάρχει τέτοια στην Βραζιλία. Ειδικά εκεί, πάντα αυτός που δεν παίζει είναι ο καλύτερος, ο καταλληλότερος. Και κακά τα ψέματα, την ενίσχυσε μιας και οι πρώτοι του μήνες στην Τότεναμ (νέο, ψηλότερο, σκαλοπάτι στην σκάλα της εξέλιξής του, καλοκαιρινή μεταγραφή 58 εκατομμυρίων) ήταν επιεικώς μέτριοι.

Δυο γκολ όλα κι όλα έχει γράψει ως τώρα στη σεζόν με τα "σπιρούνια" και αυτά σε παιχνίδι του Champions League (κόντρα στη Μαρσέιγ, στο Λονδίνο). Το αυτί του κόουτς Τίτε δεν ίδρωνε πάντως, ειδικά από την στιγμή που ο σαφώς πιο γκλαμουράτος, πρεστιζάτος, επίσης Λονδρέζος από το καλοκαίρι, Γκαμπριέλ Ζεσούς, έμπαινε στη μουντιαλική αποστολή των πεντάκις παγκόσμιων πρωταθλητών, «άσφαιρος» από την πρώτη μέρα του Οκτώβρη.

Άλλα δύο ο 25χρονος Ρισάρλισον βρήκε βράδυ της Πέμπτης. Θα του αρκούσε, θα του έφτανε για να δικαιώσει την εμπιστοσύνη του προπονητή του, να κατευνάσει την μουρμούρα, το ένα, το πρώτο, με το απλό φύσημα της μπάλας στα σέρβικα δίχτυα.

Θα του αρκούσε, θα του έφτανε ένα δεύτερο, ένα οποιοδήποτε δεύτερο, για να καπαρώσει, ανεμπόδιστα, τη φανέλα ως το υπόλοιπο της διοργάνωσης.

Έβαλε αυτό που είναι ακόλουθο του μύθου της φανέλας που φοράει, του αριθμού που έχει στην πλάτη του. Έβαλε αυτό που τον έκανε, ήδη από την Πέμπτη, πρόσωπο του Παγκοσμίου Κυπέλλου (αν είναι το ένα, ή ένα από αυτά, θα φανεί μια εβδομάδα πριν τα Χριστούγεννα) εις τον αιώνα τον άπαντα.

Κυρίως όμως, έβαλε αυτό που έκανε τον πλανήτη ολάκερο, να νιώσει ξανά πως βλέπει, βιώνει και ζει Μουντιάλ. Κανονικό.